ὑποπτεύω: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υποπτεύομαι]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υποπτεύομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποψιάζομαι]], σε Ξεν.· επίσης, [[ὑποπτεύω]] εἴς τινα, τον [[υποψιάζομαι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[υποψιάζομαι]], [[εικάζω]], [[εκτιμώ]], [[υποθέτω]], [[πιθανολογώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[υποπτεύομαι]] κάποιον, τον [[παρατηρώ]] με [[καχυποψία]], σε Σοφ., Θουκ.· [[ὑποπτεύω]] τινὰ εἴς τι, για [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[καχύποπτος]], [[υποπτεύομαι]], [[δυσπιστώ]], σε Θουκ.· απρόσ., <i>ὡς ὑπωπτεύετο</i>, όπως γενικά ήταν ύποπτο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]] ότι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., κοιτώ, [[παρατηρώ]] με [[καχυποψία]] [[κάτι]], σε Θουκ.· [[αλλά]] επίσης, [[ὑποπτεύω]] τι, έχω κάποια [[υποψία]], [[υποψιάζομαι]] [[κάτι]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}