ταώς: Difference between revisions

616 bytes added ,  30 December 2018
6
(40)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[ταώς]], και αττ. τ. [[ταώς]], και [[ταών]], Α<br />[[γένος]] ορνιθόμορφων μεγαλόσωμων πτηνών με λαμπερό [[πτέρωμα]], κν. [[σήμερα]] [[παγώνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Ταώς</i><br />[[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται πολύ [[κοντά]] στον νότιο [[ουράνιο]] [[πόλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] είδους ψαριών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, δεδομένου ότι και το [[πουλί]] [[ταώς]] «[[παγώνι]]» εισήχθη στην [[Ελλάδα]] από την Ινδία μέσω της Περσίας. Παράλληλο [[δάνειο]], εξάλλου, θεωρήθηκε και το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>v</i><i>ō</i>. Κατ' άλλους, όμως, τόσο το ελλ. [[ταώς]] όσο και το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>v</i><i>ō</i> εμφανίζουν δυσερμήνευτα αρκτικά <i>τ</i>- και <i>p</i>- και γι' αυτό υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ονοματοποιημένες λ. Η [[άποψη]] αυτή, [[πάντως]], δεν θεωρείται ικανοποιητική, ενώ η πρώτη ενισχύεται και από τον τ. <i>toghai</i> της γλώσσας [[Τάμιλ]]. Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ένα [[είδος]] ψαριού, το οποίο, λόγω της [[ποικιλίας]] τών χρωμάτων του, θυμίζει το [[παγώνι]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[ταώς]], και αττ. τ. [[ταώς]], και [[ταών]], Α<br />[[γένος]] ορνιθόμορφων μεγαλόσωμων πτηνών με λαμπερό [[πτέρωμα]], κν. [[σήμερα]] [[παγώνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Ταώς</i><br />[[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται πολύ [[κοντά]] στον νότιο [[ουράνιο]] [[πόλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] είδους ψαριών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, δεδομένου ότι και το [[πουλί]] [[ταώς]] «[[παγώνι]]» εισήχθη στην [[Ελλάδα]] από την Ινδία μέσω της Περσίας. Παράλληλο [[δάνειο]], εξάλλου, θεωρήθηκε και το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>v</i><i>ō</i>. Κατ' άλλους, όμως, τόσο το ελλ. [[ταώς]] όσο και το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>v</i><i>ō</i> εμφανίζουν δυσερμήνευτα αρκτικά <i>τ</i>- και <i>p</i>- και γι' αυτό υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ονοματοποιημένες λ. Η [[άποψη]] αυτή, [[πάντως]], δεν θεωρείται ικανοποιητική, ενώ η πρώτη ενισχύεται και από τον τ. <i>toghai</i> της γλώσσας [[Τάμιλ]]. Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ένα [[είδος]] ψαριού, το οποίο, λόγω της [[ποικιλίας]] τών χρωμάτων του, θυμίζει το [[παγώνι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταώς:''' ή [[ταῶς]] (μερικές φορές γραφόμενο <i>ταὧς</i>), ὁ· γεν. [[ταώ]] ή <i>ταῶ</i>· αιτ. [[ταών]] ή [[ταῶν]]· πληθ., ονομ. [[ταῴ]] ή [[ταῷ]]· γεν. [[ταῶν]]· αιτ. [[ταώς]] ή [[ταῶς]]· [[αλλά]] επίσης (όπως από ονομ. [[ταών]]), δοτ. πληθ. <i>ταῶσι</i>, αιτ. <i>ταῶνας</i>· [[παγώνι]], Λατ. [[pavo]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για τους αλαζόνες ανθρώπους, στον ίδ.
}}
}}