τάρφος: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. [[τάρφος]], που μαρτυρείται στον πληθ. <i>τάρφεα</i>, <i>τάρφεσι</i>, όσο και το επίθ. [[ταρφύς]] (<b>πρβλ.</b> [[κρατύς]]: [[κράτος]], [[ταχύς]]: [[τάχος]]) [[είναι]] αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ταρφ</i>- του [[τρέφω]]. Παράλληλα με το επίθ. [[ταρφύς]] μαρτυρείται ο πληθ. θηλυκού <i>ταρφειαί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαμειαί</i>, <i>πυκιναί</i>), από όπου το επίθ. [[ταρφειός]]].
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. [[τάρφος]], που μαρτυρείται στον πληθ. <i>τάρφεα</i>, <i>τάρφεσι</i>, όσο και το επίθ. [[ταρφύς]] (<b>πρβλ.</b> [[κρατύς]]: [[κράτος]], [[ταχύς]]: [[τάχος]]) [[είναι]] αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ταρφ</i>- του [[τρέφω]]. Παράλληλα με το επίθ. [[ταρφύς]] μαρτυρείται ο πληθ. θηλυκού <i>ταρφειαί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαμειαί</i>, <i>πυκιναί</i>), από όπου το επίθ. [[ταρφειός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τάρφος:''' -εος, ὁ, [[πύκνωμα]], πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. (Από το [[τρέφω]] = κάνω [[κάτι]] πυκνό, [[πυκνώνω]]).
}}
}}