Anonymous

τάρφος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάρφος:''' -εος, ὁ, [[πύκνωμα]], πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. (Από το [[τρέφω]] = κάνω [[κάτι]] πυκνό, [[πυκνώνω]]).
|lsmtext='''τάρφος:''' -εος, ὁ, [[πύκνωμα]], πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. (Από το [[τρέφω]] = κάνω [[κάτι]] πυκνό, [[πυκνώνω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''τάρφος:''' εος τό чаща, заросль (τάρφεα ὕλης Hom.).
}}
}}