3,274,216
edits
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερπι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> [[κεραυνός]] (για τη [[μορφή]] του <i>α΄</i> συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]])]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερπι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> [[κεραυνός]] (για τη [[μορφή]] του <i>α΄</i> συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τερπῐκέραυνος:''' -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |||
}} | }} |