Anonymous

τερπικέραυνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερπι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> [[κεραυνός]] (για τη [[μορφή]] του <i>α΄</i> συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]])].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερπι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> [[κεραυνός]] (για τη [[μορφή]] του <i>α΄</i> συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τερπῐκέραυνος:''' -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}