3,277,300
edits
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐξανδραποδίζω]]) [[ανδραποδίζω]]<br />(για ανθρ. ή πολιτείες) [[κάνω]] κάποιον ανδράποδο, [[υποδουλώνω]], [[υποτάσσω]] («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρπάζω]], σφετερίζομαι, [[δημεύω]] («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=(Α [[ἐξανδραποδίζω]]) [[ανδραποδίζω]]<br />(για ανθρ. ή πολιτείες) [[κάνω]] κάποιον ανδράποδο, [[υποδουλώνω]], [[υποτάσσω]] («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρπάζω]], σφετερίζομαι, [[δημεύω]] («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξανδρᾰποδίζω:''' και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] σε απόλυτη [[σκλαβιά]], [[υποδουλώνω]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ. | |||
}} | }} |