Anonymous

ἐξανδραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐξανδραποδίζω]]) [[ανδραποδίζω]]<br />(για ανθρ. ή πολιτείες) [[κάνω]] κάποιον ανδράποδο, [[υποδουλώνω]], [[υποτάσσω]] («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρπάζω]], σφετερίζομαι, [[δημεύω]] («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=(Α [[ἐξανδραποδίζω]]) [[ανδραποδίζω]]<br />(για ανθρ. ή πολιτείες) [[κάνω]] κάποιον ανδράποδο, [[υποδουλώνω]], [[υποτάσσω]] («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρπάζω]], σφετερίζομαι, [[δημεύω]] («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανδρᾰποδίζω:''' και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] σε απόλυτη [[σκλαβιά]], [[υποδουλώνω]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}