ὑποτίθημι: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υποτίθεμαι]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υποτίθεμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>ὑπ-έθηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βάζω]], [[τοποθετώ]] από [[κάτω]], <i>τίτινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[θέτω]], [[βάζω]] [[κάτω]] από τα πόδια μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]], [[θέτω]] από [[κάτω]] ως [[θεμέλιο]] ή [[αρχή]], στον ίδ., σε Δημ. — Παθ., τοποθετούμαι ως [[βάση]], τίθεμαι ως [[υπόθεση]], σε Πλάτ. — Μέσ., [[δέχομαι]], [[παίρνω]] ως [[αρχή]], [[παίρνω]] ως δεδομένο, [[δέχομαι]], [[θεωρώ]], [[εκλαμβάνω]], στον ίδ., σε Δημ.· με αιτ. και απαρ., [[θεωρώ]] ή [[υποθέτω]] ότι..., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προτείνω]] [[κάτω]] από, [[παρουσιάζω]], σε Λουκ.· μεταφ., [[προτείνω]], [[εισηγούμαι]], σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., [[υποδεικνύω]], [[συμβουλεύω]] κάποιον [[κάτι]], [[ὑποθέσθαι]] τινὶ βουλήν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἔπος]], [[ἔργον]] [[ὑποθέσθαι]] τινί, [[υποδεικνύω]] έναν λόγο, [[μία]] [[ενέργεια]], σε κάποιον οποιονδήποτε, τον [[συμβουλεύω]] ή του [[συνιστώ]] επί [[τούτου]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. μόνο, [[ὑποθέσθαι]] τινί, [[συμβουλεύω]], [[νουθετώ]], [[παραινώ]] κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με απαρ., [[συμβουλεύω]], [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προβάλλω]], <i>σκοπόν</i>, ως [[σημάδι]] ή σκοπό, σε Αριστ. — Μέσ., [[προβάλλω]] στον εαυτό μου, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> κατατίθεμαι ως [[παρακαταθήκη]] ή [[εγγύηση]], [[βάζω]] [[ενέχυρο]], [[ενεχυριάζω]], [[υποθηκεύω]], σε Ηρόδ., Αισχίν. κ.λπ.· σε Μέσ., λέγεται για [[υποθήκη]], [[δανείζω]] χρήματα επί [[ενέχυρο]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκθέτω]] σε κίνδυνο, [[ριψοκινδυνεύω]], [[διακινδυνεύω]], σε Πλάτ.· ὑποθεὶς τὸν [[ἴδιον]] κίνδυνον, με δικό του [[ρίσκο]], σε Δημ.
}}
}}