ὑποτίθημι
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A place under, ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν Il.18.375; τὰ φρύγαν' ὑ. puts the firewood under, Telecl.40; θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος putting legs or feet under them, Pl.Ti.92a, cf. Arist.PA686a34; σιδηρᾶς κανονίδας ὑ. Ph.Bel.57.11, cf. 60.31, al.; ὑπὸ ποταμοὺς πολλοὺς.. πόλιν ὑ. Pl.Lg.682c; κύλικα ὑπὸ τὴν κλίνην IG12(5).593.21 (Iulis, v B. C.); ὀχετὸν ἐκποιήσαντι καὶ ὑποθέντι ib. 12.373.66; [φοίνικας] ὑ. X.Cyr.7.5.12; ἀλεκτορίδι ὑ. τὰ ᾠά Arist.HA564b3; ἑαυτὴν [τῷ ἄρρενι] ib.540a11; ὑ. ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν Id.Pr.874a9; of a prancing horse, ὑ. τὰ ὀπίσθια σκέλη ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια X.Eq. 11.2; τὰ ὄπισθεν σκέλη διὰ πολλοῦ ὑ. bring up his hind legs far apart from one another, ib.1.14; κατακλίνεται [ὁ λαγὼς] ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Id.Cyn.5.10: metaph., ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑ. τὰς αὑτῶν πατρίδας Pl.Plt. 308a; ἔστε ὑπέθηκε Ἀΐδᾳ until he handed him over to Hades, of a hound attacking a boar, PCair.Zen.532.11 (iii B. C.):—Med., place under one's feet, τι X.Cyr.8.1.41; τοὺς μηροὺς ὑφ' αὑτά Arist.IA713a23.
2 place under a certain class, γεωργικῇ, θηρευτικῇ, etc., Pl.Plt. 289a.
b subjoin, enclose, append a document, ὑποτέθεικά σοι τὸ ἀντίγραφον PLille4.2 (iii B. C.), cf. Sammelb.5675.2 (ii B. C.), etc.: so in Med., PLond.3.921.10 (ii/iii A. D.).
II set before one, offer, suggest, τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13; hold out hope, ὑποτιθεῖς τίν' ἐλπίδα; E.Or.1186, cf. X.HG4.8.28, D.23.58, Plu.2.256a, Lys. 23, Aristid.1.379 J.; τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐλπίδα ἣν ὑπετίθει αὐτῷ δουλώσειν Th.1.138; ἡ εὐπραγία ὑ. ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Id.4.65; ὑπέθηκας ὀρθῶς τοὺς λόγους, i.e. you have given good advice, E.IA507; τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας γυναιξὶ τόνδε he who proposed these tricks to the women, Id.Ba.675:—earlier in Med., suggest, βουλὴν Ἀργείοις ὑποθησόμεθ' ἥ τις ὀνήσει Il.8.36; ὄφρα οἱ ἤ τι ἔπος ὑποθήσεαι ἠέ τι ἔργον Od.4.163, cf. Il.11.788; δόλον ὑπεθήκατο Hes.Th.175; ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται Od.3.27; Κροῖσος ταῦτά οἱ ὑπετίθετο Hdt. 1.156, cf. 3.36; ἔπεμψέ με σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι Id.5.98, cf. 7.237; σμικρὸν ὑποθέσθαι τοῖς κριταῖσι βούλομαι Ar.Ec.1154: c. dat. pers. only, advise, counsel, admonish one, Od.2.194, 5.143, Ar.Av.1362, Lys. 522 (anap.), Pl.Chrm.155d: with an Adv., ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Od. 15.310, cf. Hdt.1.90; αὐτάρ τοι πυκινῶς ὑποθησόμεθ', αἴ κε πίθηαι Il. 21.293.
2 Med., in stronger sense, enjoin, ταῦτα τοῖσι ὑπολειπομένοισι ὑποθέμενος ὁ Δαρεῖος Hdt.4.135; of a doctor, Pl.Plt. 295c; of Nestor, Id.Hp.Ma.286b; [Μέττιος Ῥοῦφος] τῷ στρατηγῷ περὶ τούτου ὑπέθετο POxy. 237 vi 40 (ii A. D.); Glossaria on ἐπιστέλλει, Sch.S.OT106; of Pythagoras, τὴν εἰς τὸ σπονδειακὸν μεταβολὴν ὑπέθετο τῷ αὐλητῇ Iamb.VP25.112; τοῖς ἀπὸ τοῦ νομοῦ ὑπόδειγμα τῆς ἀπειθίας ὑ. BGU 747 ii 14 (ii A. D.); δύο σκοποὺς ὑποθέσθαι τῆς φλεβοτομίας prescribe two conditions of (successful) venesection, Gal.15.765.
3 Med., instruct, demonstrate, γραμματικόν τι ποιῆσαι ἄλλου ὑποθεμένου Arist.EN1105a23; δεῖ ὑποθέσθαι τί λέγομεν τὸ βαρύ as a preliminary we must explain, Id.Cael. 269b20; ὑ. ὡς χρὴ μάχεσθαι Philostr.Her.10.5; Φινεὺς.. τοῖς Ἀργοναύταις.. περὶ τῶν συμπληγάδων ὑπέθετο πετρῶν Apollod.1.9.22; ὁ ὑποθέμενος αὐτῷ τὴν ἀνάγνωσιν Arr.Epict.1.26.13, cf. 2.2.21; παλαισμάτων εἴδη ὁπόσα ἐστί, δηλώσει ὁ παιδοτρίβης, καιρούς τε ὑποθέμενος κτλ. Philostr.Gym.14: c. acc. et inf., ὑ. τῷ ἐπιεικεῖ παιδὶ ῥᾴδιον πεφυκέναι κτλ. Iamb.VP10.51.
III Med., propose to oneself as a task, πολεμιστήριον [ἵππον] ὑπεθέμεθα ὠνεῖσθαι X.Eq.3.7; δεῖ ὑποτίθεσθαι κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον Arist.Pol.1265a17; make up one's mind, adopt as a policy, παρὰ τὸ δίκαιον τὸ ξυμφέρον λέγειν ὑπέθεσθε Th.5.90; τοῦθ' ὑπέθετο, δεινότατον πρᾶγμα, οἶμαι, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη.. φάναι And.1.39; ἕνα τοῦτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν, ἅπαντας ἡμᾶς ἀγορεύειν κακῶς Luc.Pisc.7; πρὶν τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι, μάταιον ἡγοῦμαι περὶ τῆς τελευτῆς ὁντινοῦν ποιεῖσθαι λόγον D.3.2:—Pass., ὁ ὑποτεθεὶς σκοπός Arist.EN1144a24.
2 propose to oneself as a subject of discussion or argument, ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑποθέσεως, περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μή [ἕν], τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm.137b, cf. Ti.26a; ἵνα μὴ δοκῶ περὶ τὰ μέρη διατρίβειν, ὑπὲρ ὅλων τῶν πραγμάτων ὑποθέμενος Isoc. 4.51, cf. 12.119; ὥσπερ ὑπεθέμην Thphr. Char.Prooem.5; περὶ ἀέρος εἰπόντες, ὥσπερ ὑπεθέμεθα Arist.Mete.340a23, cf. Rh.1432b5, Aeschin. 1.37, 2.102; ὑποθησόμεθα ταύτης ἀρχὴν τῆς βύβλου τὴν πρώτην διάβασιν ἐξ Ἰταλίας Ῥωμαίων Plb.1.5.1:—Pass., οἱ ὑποτεθέντες λόγοι Pl. Lg.812a.
IV Med., assume as a preliminary, ταύτην μὲν δὴ πυρὸς ἀρχὴν καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων ὑποτιθέμεθα Id.Ti.53d; ὑποθέμενος ἑκάστοτε λόγον... ἃ μὲν ἄν μοι δοκῇ τούτῳ συμφωνεῖν, τίθημι ὡς ἀληθῆ ὄντα Id.Phd.100a; οἱ περὶ τὰς γεωμετρίας.. ὑποθέμενοι.. τὰ σχήματα,.. ποιησάμενοι ὑποθέσεις αὐτά Id.R.510c; ὑπόθεσιν Id.Phd.101d; ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑπετιθέμεθα Id.Chrm. 171d; ἐὰν ὡς ὂν ὑποθῇ ὃ ὑπετίθεσο Id.Prm. 136c; ὑ. περί τινος ὡς ὄντος ib. 136b, cf. 137b, Plt.284c; ὑ. ὡς τούτου οὕτως ἔχοντος Id.R.437a: c. acc. et inf., assume or suppose that... Id.Phd.100b, Prt.339d: without inf., [τὴν ἀρετὴν] διδακτὸν ὑ. assume it to be teachable, ib.361b; τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Id.Tht.165d; ὥσπερ ὑπέθου as you began by requiring, Id.R.346b (referring to 336d):—Pass., especially in aor. ὑπετέθην (cf. ὑπόκειμαι II.2), Id.Ti.48e, 61d; τὰ ὑποτεθέντα Id.Prm.136b; τῶν καλῶν τι ἡ σωφροσύνη ὑπετέθη was assumed to be... Id.Chrm.160d (referring to 159c); τοῦτο δ' ἀδύνατον, ὥστε ψεῦδος τὸ ὑποτεθέν Arist.APr.61a31; εἰ τοῦτό τις ὑποτεθείη γινώσκειν if it were assumed that one knew this, Phld.Rh.2.17S.
2 later, assume, suppose, estimate, παρέσομαι πρὸς ὑμᾶς, ὡς ὑποτίθεμαι, τῇ ιζ PCair.Zen.247.4 (iii B. C.); ὑποτιθεμένου τοῦ ποδὸς δραχμῆς the foot being reckoned at one drachma, Supp.Epigr.4.446.14 (Didyma, iii/ii B. C.), cf. PCair.Zen.15r.34 (iii B. C.); τὸν χιλιάρουρον (sc. ἀμπελῶνα) ὑποτιθέμεθα ἐπὶ τὸ ἔλαττον = we assess at the reduced sum, ib.361.9 (iii B. C.); νεώτερον αὐτὸν ὑ. put him down as younger, D.H.4.6; ταῦτα τὸν Ὅμηρον ὡς συστρατιώτην ἔφη εἰρηκέναι καὶ οὐχ ὡς ὑποτιθέμενον not as a composer of fiction, Philostr.Her.4.4.
V Act., establish as a preliminary, premise, ταῦθ' ὑποθεὶς ἐπεῖπεν ὡς.. Aeschin.2.157; τοῦθ' ὑποθέντες ἀκούετε τῇ γνώμῃ, τί ἄν, εἴ τις ἔπασχε ταῦθ' ὑμῶν, ἐποίει after deciding in your own minds, D.21.108; ῥυθμοὺς καὶ σχῆμα ἐλευθέριον ὑποθεῖσαι μέλος ἢ λόγον ἐναντίον ἀποδοῦναι Pl.Lg.669c.
2 represent as ὑποκείμενον (v. ὑπόκειμαι ΙΙ.8), εἰ μή τις ἑτέραν ὑποθήσει τοῖς ἐναντίοις φύσιν Arist.Ph.189a28; [ἀρχὴν] ἄν τε μίαν ἄν τε πλείους Id.Metaph.988a24.
VI couch, present, τὴν σάρισαν Luc. DMort.27.3.
VII put down as a deposit or stake, pawn, pledge, mortgage, τοῦτο τὸ ἐνέχυρον Hdt.2.136; τὴν οἰκίαν, τὴν οὐσίαν, Isoc.21.2, D.28.17, 49.12; ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς προσόδους mortgaged their revenues for the talent, Aeschin.3.104; τῷ πατρὶ τἀνδράποδα D.27.25; δραχμὴν ὑπόθες Diph.73.2; ὑποθέμενοι χρυσίον IG12.313.177; τὴν οἰκίαν πωλοῦντα καὶ ὑποτιθέντα selling and mortgaging, i.e. having full ownership of, the house, PCair.Zen.588.1, cf. 9 (iii B. C.), PRyl.162.28 (ii A. D.); cf. ὑποθήκη ΙΙ:—Med., of the mortgagee, lend money on pledge, D.28.18; ὑποθέσθαι τὰ σκεύη τῆς νεώς Id.50.55:—but the Med. is used for the Act. in later writers, Plu.Cat.Mi.6:—for the Pass., ὑπόκειμαι is used, except in aor. 1, πόρους (revenues) ὑποκεῖσθαι αὐτοῖς τούς τε ὑποτεθέντας εἰς τὸ βουλευτήριον.. OGI46.10 (Halic., iii B. C.), cf. AJP56.375 (Colophon, iv B. C., Med. and Pass.); cf. τίθημι.
2 stake, hazard, venture, εἰς οἷον κίνδυνον ἔρχῃ ὑποθήσων τὴν ψυχήν Pl.Prt. 313a; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς at his own risk, D.19.252; also ἑαυτὸν ἔγγυον ὑποθείς Plu.Crass.7; τὴν ψυχὴν ταῖς τύχαις Luc.Dem.Enc.41; τὰ σὰ τοῖς ἐκτός Arr.Epict.2.2.12; τὸν τράχηλον ib.4.1.77; ἑαυτὸν τῷ νόμῳ, i.e. risked the penalties of the law, Philostr.Gym.24; οὐδὲ αὑτοὺς ταύταις ὑποθήσομεν ταῖς αἰτίαις Jul.Or.3.112a; νομίμοις ποιναῖς ὑποθεῖναι [αὐτούς] PMasp.24.50 (vi A. D.); ἑαυτὸν [ὀργῇ] Plu.Them.24; τοῖς κινδύνοις σφᾶς αὐτούς Aristid.1.467 J.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποθήσω, ao. ὑπέθηκα, etc.
I. 1 placer sous : τί τινι qch sous (les pieds, les bras, etc.) de qqn;
2 mettre à la place, substituer, acc.;
II. 1 prendre pour base : ὑπ. αἰτίαν τινί PLUT donner à qch une cause comme fondement, adopter une base pour qch;
2 tenir sous les yeux de qqn ; tenir devant, mettre à la disposition de, offrir : ὑπ. ἐλπίδα faire naître l'espoir, se flatter de l'espoir, se livrer à l'espoir ; ὑπ. ἑαυτὸν ἔγγυον PLUT se livrer comme otage, fournir une caution;
III. mettre en gage, engager : τινί τι donner qch en gage à qqn ; τι πρός τι donner une chose en gage contre une autre;
Moy. ὑποτίθεμαι;
I. mettre sous soi, acc.;
II. se poser une base :
1 en gén. établir comme fondement, prendre comme base, acc. : ἕνα τοῦτον ὑποθέσθαι τὸν σκοπόν avec l'inf. LUC se proposer comme seul but…;
2 poser en principe, supposer, admettre : ὥσπερ ὑπέθου PLAT ainsi que tu l'as posé en principe ; ὑπ. τὴν γεωργικὴν εὐμαθεστάτην εἶναι XÉN admettre que l'agriculture est très facile à apprendre;
3 se proposer : τι qch ; περὶ ἧς ὑπεθέμην (s.e. ποιεῖσθαι) ποιήσομαι τοὺς λόγους ISOCR je parlerai de celle dont je m'étais proposé de parler;
4 prendre pour sujet d'exposition, de narration, de discours, etc. : ἐντεῦθεν ὑποτιθέμενος ἠρξάμην ISOCR voilà ce que je me suis proposé et d'où je suis parti ; εἰ ὑποθοῖτό τις τῷ λόγῳ avec une prop. inf. LUC si qqn voulait admettre comme vrai pour traiter un sujet;
5 proposer, suggérer : βουλήν τινι IL donner un conseil à qqn ; ἔπος τινί OD, ἔργον τινί IL donner à qqn l'idée d'un discours, d'une action, les lui conseiller ; ὑπ. πυκινῶς τινι conseiller qqn sagement ; avec l'inf. conseiller de;
6 enseigner, apprendre : τί τινι qch à qqn ; avec une prop. relat. : ὑπ. δι' ὧν montrer par quels…;
NT: risquer.
Étymologie: ὑπό, τίθημι.
German (Pape)
(τίθημι),
1 untersetzen, -stellen, - legen, τί τινι, Xen. Hell. 4.1.13; βάσεις Plat. Tim. 92a; auch ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑπέθεσαν τὰς αὑτῶν πατρίδας Polit. 308a; dah. zu Grunde legen, zur Grundlage machen, Xen. Cyr. 7.5.12; als Grundsatz annehmen, feststellen, Plat. Charm. 160d und öfter. Etwas zur Behandlung vornehmen, vorsetzen, ὑποτεθεὶς σκοπός Arist. eth. Nic. 6.12.9; ἔμοιγε οὐ φαινόμεθα ἐκτὸς πορεύεσθαι τῶν ὑποτεθέντων λόγων Plat. Legg. VII.812a; – versetzen, verpfänden; οὐσίαν Isocr. 21.2; ὑποθεὶς οἰκίαν Dem. 28.17; ὑπέθεσαν αὑτῷ τοῦ ταλάντου τὰς δημοσίας προσόδους Aesch. 3.104; – τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς, auf eigene Gefahr, Dem. 19.252.
2 hinstellen; ἐλπίδα ὑποθεῖναι, Hoffnung machen, erregen, Eur. Or. 1184; ἡ εὐπραγία αὐτοῖς ὑποτιθεῖσα ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Thuc. 4.65; vgl. Xen. Hell. 4.8.28; Dem. 23.58.
Häufiger im med.:
a Einem Etwas unterlegen, wie wir sagen unter die Hand oder unter den Fuß geben, eingeben, anraten, ὑποθέσθαι τινὶ βουλήν, Il. 8.36, 467; ἔπος, ἔργον ὑποθέσθαι τινί, Einem eine Rede od. Handlung angeben, ihn dazu raten, Od. 4.163, Il. 11.788; δόλον ὑπεθήκατο, sie gab eine List an, Hes. Th. 175; oft bei Her., 1.156, 5.92, 6.98, 7.237 und sonst; auch geradezu Einem anbefehlen, 4.135. – Ohne accus., ὑποθέσθαι τινί, Einem raten, Od. 2.194, 5.143; πυκινῶς ὑποθέσθαι τινί, Einem klüglich raten, Od. 1.179, Il. 21.293; ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Od. 15.310; Ar. Av. 1362, Eccl. 1154; vgl. Her. 1.90; Plat. Charm. 155d; – überh. ermahnen, belehren, Pol. 1.22.3, und öfter bei Sp.
b sich Etwas zum Gegenstande der Behandlung machen, vorsetzen, ὑπέθετο δεινότατον πρᾶγμα Andoc. 1.38; ἐντεῦθεν ὑποτιθέμενος ἠρξάμην Isocr. 3.14; ὥσπερ ὑπεθέμην ἀρχόμενος τοῦ λόγου Aesch. 1.37; oft bei Plat., z.B. ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑποτιθέμεθα Charm. 171d; annehmen; und ὑποτίθεσθαί τινι ἐνύπνιον, Einem einen Traum vorlegen, um ihn sich deuten zu lassen, Her. 1.107, 108, wo setzt ὑπερτίθεσθαι gelesen wird; ὑποθησόμεθα ταύτην ἀρχὴν τῆς βίβλου, τὴν πρώτην διάβασιν, wir werden damit den Anfang machen, Pol. 1.5.1, vgl. 3.1.1.
c vom Gläubiger, als Pfand annehmen, daher auf Pfand leihen, Dem. 50.55; s. Lobeck Phryn. 468.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτίθημι: тж. med.
1 подкладывать, подставлять, подводить (κύκλα πυθμένι Hom. - in tmesi; τὰ ᾠὰ ἀλεκτορίδι Arst.): ὑ. φοίνικας Xen. подкладывать пальмовые стволы; τοὺς πόδας ὑπέθηκεν ἡ φύσις τοῖς τετράποσιν Arst. природа дала четвероногим нижние конечности; ὑπὸ ποταμὸν πόλιν ὑποθεῖναι Plat. расположить город в низовьях реки; ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Xen. (заяц лежит), поджав задние бедра к бокам; ὑποτίθεσθαί τι, ὥστε δοκεῖν μείζους εἶναι ἢ εἰσί Xen. подкладывать (в свою обувь) что-л., чтобы казаться выше (ростом), чем на самом деле; ὁ ὑποτεθεὶς σκοπός Arst. поставленная цель; ὑπέρ τινος ὑποθέσθαι ἐρεῖν Isocr. задаться целью обсудить что-л.; ὑποθεὶς τὴν σάρισαν Luc. выставив копье; ὑποθεῖναι ἑαυτὸν τῷ φορτίῳ Luc. принять на себя бремя;
2 класть в основу, полагать (τὴν δικαιοτάτην ὑπόθεσιν Xen.): ὑποθεῖναί τι τῇ γνῶμῃ Dem. принять что-л. за основу своего рассуждения; τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι Dem. принять правильный исходный пункт; τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Plat. противоположное тому, из чего я исходил; ὑποθέμενος εἶναί τι καλόν Plat. исходя из предположения, что существует нечто прекрасное; τὰ ὑποτεθέντα Plat. предположенное, принятое за основу, исходное положение;
3 излагать, выражать: ὑποθεῖναι ὀρθῶς τοὺς λόγους Eur. высказать правильные мысли; ἡ τῶν πλειόνων εὐπραγία αὐτοῖς ὑποτιθεῖσα ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Thuc. множество успехов, внушившее им огромную самонадеянность; ἐλπίδας ὑποθεὶς (αὐτοῖς) ὡς προστάται πάσης Λέσβου ἔσονται Xen. посулив им, что они станут господами всего Лесбоса;
4 med. предлагать, советовать, рекомендовать (εὖ τινι Hom.; πάγκαλα νόμιμά τινι Plat.); ἤ τι ἔπος ὑποθέσθαι τινὶ ἠέ τι ἔργον Hom. подсказать кому-л. какое-л. слово или дело; τὰ ἄριστα ὑποτίθεσθαι Her. давать наилучшие советы; σοὶ δ᾽ οὐ κακῶς ὑποθήσομαι Arph. я дам тебе неплохие наставления;
5 редко med. оставлять в залог, закладывать (τὸ ἐνέχυρον Her.; τὴν οἰκίαν Dem.): ὑποθεὶς αὑτὸν ὀκτακοσίων ταλάντων Plut. выставив от себя ручательство на восемьсот талантов; ὑποθέσθαι πρὸς τὸ δημόσιον Plut. заложить в казну;
6 med. давать ссуду под залог, брать в качестве залога (τὰ σκεύη τῆς νεώς Dem.): οἱ ὑποτιθέμενοι Dem. заимодавцы (берущие залог);
7 выставлять на риск, подвергать опасности: τὴν ψυχὴν εἰς κίνδυνον ὑ. Plat. подвергать свою душу опасности; ὑ. τὴν ψυχήν τινι Luc. и ὑ. τὸν τράχηλον ἑαυτοῦ ὑπέρ τινος NT рисковать жизнью из-за (ради) чего-л.; τῇ ὀργῇ τινος ὑ. ἑαυτόν Plut. рисковать оказаться в опале у кого-л.; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς Dem. под свою личную ответственность.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτίθημι: μέλλ. -θήσω· τίθημι ὑποκάτω, ὑποβάλλω, χρύσεα δέ σφ’ ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν Ἰλ. Σ. 375· τὰ φρύγαν’ ὑποτίθησιν, θέτει τὰ φρύγανα ὑποκάτω, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 3· θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος, τιθέντος πόδας ὑποκάτω, Πλάτ. Τίμ. 92Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 10, 9· ὑπὸ ποταμοὺς πολλούς... πόλιν ὑπ. Πλάτ. Νόμ. 682C· [φοίνικας] ὑπ. τινὶ Ξενοφ. Κύρου Παιδ. 7. 5, 12· ἀλεκτορίδι ὑπ. τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 6. 9, 3· ἑαυτὴν [τῷ ἄρρενι] αὐτόθι 5. 2, 7· ὑπ. τι ὑπὸ τὸν ὀφθαλμὸν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 20, 1· - ἐπὶ ἵππου καλπάζοντος, ὑπ. τὰ ὀπίσθια σκέλη ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια Ξεν. Ἱππ. 11, 2 κἑξ.· τὰ ὄπισθεν σκέλη διὰ πολλοῦ ὑπ. αὐτόθι 1. 14, πρβλ. Κυνηγ. 5. 10· -μεταφορ., ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑπ. τὰς αὐτῶν πατρίδας Πλάτ. Πολιτικ. 308Α. - Μέσ., θέτω ὑπὸ τοὺς πόδας μου, καὶ γὰρ τὰ ὑποδήματα τοιαῦτα ἔχουσιν ἐν οἷς μάλιστα λαθεῖν ἐστι καὶ ὑποτιθεμένους τι ὥστε δοκεῖν μείζους εἶναι ἤ εἰσι Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 1, 41· ὑφ’ αὑτὰ Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 15. 9. 2) ὑποβάλλω εἴς τινα τάξιν ἢ διαίρεσιν, γεωργικῇ, θηρευτικῇ Πλάτ. Πολιτικ. 289Α. 3) βάλλω ὑποκάτω ὡς θεμέλιον ἢ ἀρχήν, ῥυθμοὺς καὶ σχήματα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· ὑπόθεσίν τινι Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 5, 13· τοῦτο ὑπ. τῇ γνώμῃ Δημ. 550. 5· ὑπ. τοῖς ἐναντίοις φύσιν τινὰ Ἀριστοτ. Φυσ. 1. 6, 3· μίαν ὕλην ἢ πλείους ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 2· πρβλ. ὑπόκειμαι ΙΙ. 8· -ἐντεῦθεν, β) ἐν τῷ παθ. ἀορ. ὑπετέθην (πρβλ. ὑπόκειμαι), ὑπεβλήθην, ἐτέθην ὡς βάσις, καθ’ ὑπόθεσιν ἐτέθην, Πλάτ. Τίμ. 48Ε, πρβλ. 61D· οἱ ὑποτεθέντες λόγοι, οἱ ληφθέντες ὡς ἀρχαί, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812Α· τὰ ὑποτεθέντα ὁ αὐτ. ἐν Παρμεν. 136Β· τῶν καλῶν τι ἡ σωφροσύνη ὑπετέθη, ἐτέθη, ἐλήφθη ὡς..., ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 160D· ἐὰν τὸ ἐναντίον ὑποτεθῇ, ἐν ὑποθετ. συλλογισμῷ, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 2. 11. 6· ψεῦδος τὸ ὑποτεθὲν αὐτόθι 8· - ἀλλὰ συνηθέστατα, γ) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λαμβάνω ἢ δέχομαι ὡς ἀρχήν, λαμβάνω ὡς δεδομένον ἢ ὡς οὕτως ἔχον, ἀρχήν τινα Πλάτ. Τίμων 53D, πρβλ. Δημ. 29. 5, Πολύβ. 1. 5, 1· λόγον ὃν ἂν κρίνω Πλάτ. Φαίδ. 100Α, πρβλ. Πολ. 510C· ὑπ. ὑπόθεσιν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 101D· ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑπετιθέμεθα ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 171D· ὑπ. τὶ ὡς ὂν αὐτόθι 136C· ὑπ. τι περί τινος ὡς ὄντος αὐτόθι 136Β, πρβλ. 137Β, Πολιτικ. 284C· ὑπ. ὡς τούτου οὕτω ἔχοντος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 437Α· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὑποθέτω ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 100Β, ἐν Πρωταγ. 339D· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., ὑπ. τὴν ἀρετὴν διδακτὸν (εἶναι) ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 437Α· τἀναντία οἷς ὑπεθέμην ὁ αὐτ. ἐν Θεαίτ. 165D· νεώτερον αὐτὸν ὑπ., ὑπολογίζω, θεωρῶ ὡς νεώτερον, Διονύσ. Ἁλ. 4. 6· - ἀπολ., ὥσπερ ὑπέθου, συμφώνως πρὸς τὴν ὑπόθεσιν ἣν ἔκαμες, Πλάτ. Πολ. 346Β ὑποθέμενος, ἀντίθετ. τῷ συγγεγονώς, ἐπὶ ὑποθέσεως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πραγματικὴν γνῶσιν, Φιλόστρ. 702. ΙΙ. κρατῶ, προτείνω, προτάσσω ὑποκάτωθεν, ὑποθεὶς δὲ τὴν σάρισαν αὐτόν τε διαπείρει (δηλ. τὸν Ἀρσάκην) καὶ τὸν ἵππον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 3· μεταφορ., προτείνω, προβάλλω, ἐλπίδα ὑποθεῖναι Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1184, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28, Δημ. 638. 44· ὡσαύτως, ἐλπίδα ὑπ. δουλώσειν Θουκ. 1. 138· ἡ εὐπραγία ὑπ. ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος ὁ αὐτ. 4. 65· ὑπ. λόγους, τέχνας Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Αὐλ. 507, Βάκχ. 675· - ἀλλ’ ἡ παλαιοτέρα καὶ γενικωτέρα χρῆσις ἐπὶ τῆς ἐννοίας ταύτης ἦτο. 2) ἡ τοῦ μέσ., ὑποδείκνυμι, συμβουλεύω, βουλὴν δ’ Ἀργείοις ὑποθησόμεθ', ἥτις ὀνήσει, «ὑποδείξομεν, συμβουλεύσομεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 36. 467· ἔπος, ἔργον ὑποθέσθαι τινί, ὑποβάλλειν, συμβουλεύειν, Ὀδ. Δ. 163, Ἰλ. Λ. 788· δόλον ὑπεθήκατο Ἡσ. Θεογ. 175, πρβλ. Ὀδ. Γ. 27· οὕτως, ὑποθέσθαι τι Ἡρόδ. 1. 156., 3. 36· ὑπ. σωτηρίην τινὶ ὁ αὐτ. 5. 98, πρβλ. 7. 237· σμικρὸν ὑπ. τοῖς κριταῖσι Ἀριστοφ. Ἐκκλησ. 1154. β) μετὰ δοτ. προσ., Τηλεμάχῳ δ’ ἐν πᾶσιν ἐγὼν ὑποθήσομαι, συμβουλεύσω, Ὀδ. Β. 194., Ε. 143, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1362, Λυσ. 522, Πλάτ. Χαρμ. 155D· καὶ μετ’ ἐπιρρ., ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Ὀδ. Ο. 310· πυκινῶς ὑποθέσθαι τινὶ Ἰλ. Φ. 293. γ) μετ’ ἀπαρ., συμβουλεύω τινὶ νὰ πράξῃ τι, ὑποθέσθαι τινὶ ὠνεῖσθαι ἵππον Ξεν. Ἱππ. 3. 7. 3) ἐπὶ ἰσχυροτέρας σημασίας, ὑποθέσθαι τινί τι, κελεῦσαι, Ἡρόδ. 4. 135. 4) ὑπ. γράμματα, λόγον, μεταδίδωμι, ἀνακοινῶ, Πλάτ. Πολιτικ. 295C, Τίμ. 26Α, πρβλ. Ἱππίαν Μείζ. 286Β. 5) προβάλλω, σκοπόν, ὡς «σημάδι» ἢ σκοπόν, Λουκιαν. Ἁλ. 7· ὁ ὑποτεθεὶς σκοπὸς Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 6. 12, 9· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὑποθέσθαι ὑπέρ τινος, προβάλλω εἰς ἐμαυτὸν ὡς θέμα συζητήσεως, Ἰσοκρ. 51Α· προβάλλω εἰς ἐμαυτὸν ὡς ἔργον, ἀναλαμβάνω, τι Ἀνδοκ. 6. 19. ΙΙΙ. κατατίθημι ὡς παρακαταθήκην ἢ ὡς ἐγγύησιν, ὡς ἐνέχυρον, ἐνεχυράζω, «ὑποθηκεύω», τοῦτο τὸ ἐνέχυρον Ἡρόδ. 2. 136· τὴν οὐσίαν, τὴν οἰκίαν Ἰσοκρ. 400Β, Δημ. 842. 8., 1188. 2· ὑποτιθέναι τινί τι ταλάντου, «ὑποθηκεύω» δι’ ἓν τάλαντον, Αἰσχίνης 68. 25, πρβλ. Δημ. 821. 12· δραχμὴν ὑπόθες Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι»1. 2· πρβλ. ὑποθήκη· - ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ παραλαμβάνοντος τὸ ἐνέχυρον, δανείζω χρήματα ἐπὶ ἐνεχύρῳ, Δημ. 841. 20· ὑποτίθεσθαι τὰ σκεύη ὁ αὐτ. 1223. 24· - ἀλλὰ τὸ μέσον κεῖται ἀντὶ τοῦ ἐνεργ. παρὰ μεταγεν., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 6., 2. 828Α· - ἀντὶ δὲ τοῦ παθ. εἶναι ἐν χρήσει τὸ ὑπόκειμαι πλὴν ἐν τῷ ἀορ. α΄, ὑποκεῖσθαι τοὺς ἀποτεθέντας [πόρους] Ἐπιγραφ. Ἁλικ. 2, σελ. 690 Newton. 2) ἐμβάλλω, ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, ῥιψοκινδυνῶ, εἰς οἷον κίνδυνον ἔρχει ὑποθήσων τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πρωτ. 313Α· ὑποθεὶς τὸν ἴδιον κίνδυνον, ἐπὶ ἰδίῳ ἑαυτοῦ κινδύνῳ, Δημ. 420. 25· ἀνθ’ οὗ εὑρίσκομεν καὶ ὑπ. ἑαυτὸν ἔγγυον, Πλουτ. Κράσσ. 7· τὴν ψυχὴν ταῖς τύχαις Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 41· ἑαυτὸν ὀργῇ, κινδύνοις Πλουτ. Θεμιστ. 24, κλπ.
English (Autenrieth)
mid. fut. ὑποθήσομαι, aor. 2 ὑπεθέμην, inf. ὑποθέσθαι: place under, mid., fig., suggest, counsel; τινί (τι), εὖ, πυκινῶς, Od. 4.163, β 1, Il. 21.293.
English (Slater)
ὑποτίθημι put under the influence of c. acc. & dat., Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.19)
Spanish
English (Strong)
from ὑπό and τίθημι; to place underneath, i.e. (figuratively) to hazard, (reflexively) to suggest: lay down, put in remembrance.
English (Thayer)
1st aorist ὑπέθηκα; present middle participle ὑποτιθέμενος; from Homer down; to place under (cf. ὑπό, III:1): τί, τράχηλος). Metaphorically, the middle voice, to supply, suggest (middle from one's own resources); with a dative of the person and accusative of the thing: ταῦτα, these instructions, Homer down.)
Greek Monolingual
ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ τίθημι
νεοελλ.
(γ' εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται
τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια, υποτίθεται ότι έχει μεγάλο εισόδημα»)
μσν.-αρχ.
μέσ. ὑποτίθεμαι
1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι, συμβουλεύω (α. «βουλὴν δ' Ἀργείοις ὑποθησόμεθα», Ομ. Ιλ.
β. «ταῦτα ὑποτιθέμενος τοῖς ἀδελφοῖς καλὸς ἔσῃ διάκονος... Χριστοῦ», ΚΔ.)
2. διατάσσω (α. «ταῦτα... ὑποθέμενος ὁ Δαρεῖος», Ηρόδ.
β. «τῆς βασιλείας μου... ὑποθεμένης ποιεῖσθαι τὴν συμπλοκήν», Νικ. Χων.)
αρχ.
1. ενεργ. ὑποτίθημι
α) τοποθετώ αποκάτω («χρύσεα δὲ σφ' ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν», Ομ. Ιλ.)
β) θέτω ανθρώπους ή χώρα κάτω από την εξουσία κάποιου («ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑπέθεσαν τὰς αὐτῶν πατρίδας», Πλάτ.)
γ) κατατάσσω σε μια κατηγορία («γυμναστικῇ καὶ ἰατρικῇ... πᾶν ὑποθέντες», Πλάτ.)
δ) υποθέτω, θέτω κάτι ως δεδομένο, ως βάση για συναγωγή συμπεράσματος («ὑποτιθέναι τι τρίτον ὥσπερ φασὶν οἱ μίαν τινὰ φύσιν εἶναι λέγοντες τὸ πᾶν», Αριστοτ.)
ε) προβάλλω ή κρατώ αποκάτω («ὑποθεὶς δὲ τὴν σάρισσαν αὐτόν τε διαπείρει καὶ τὸν ἵππον», Λουκιαν.)
στ) προβάλλω, παρουσιάζω («ἐλπίδα ὑπετίθει αὑτῷ δουλώσειν», Θουκ.)
ζ) καταθέτω ως ενέχυρο, ως εγγύηση («τὴν οἰκίαν... ὑπέθηκε», Ισοκρ.)
2. μέσ. α) φορώ στα πόδια μου, βάζω τα παπούτσια μου («τὰ ὑποδήματα τοιαῡτα ἔχουσιν... καὶ ὑποτιθεμένοις τι», Ξεν.)
β) δέχομαι ως αρχή, θεωρώ δεδομένο («ταύτην... πυρὸς ἀρχὴν... ὑποτιθέμεθα», Πλάτ.)
γ) (σχετικά με λόγια ή επιστολές) μεταδίδω, ανακοινώνω («λόγον τινα πρέποντα τοῖς βουλήμασιν ὑποθέσθαι», Πλάτ.)
δ) προβάλλω («ἕνα τοῦτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν», Λουκιαν.)
ε) δίνω δάνειο με υποθήκη («ἐκέλευον αὐτόν μοι δανεῖσαι ὑποθέμενον τὰ σκεύη τῆς νεώς», Δημοσθ.)
3. φρ. α) «ὑποτίθημι εἰς κίνδυνον [ή τὸν κίνδυνον ή τὸν τράχηλον ή τὴν ψυχήν]» — διακινδυνεύω τη ζωή μου
β) «ὑποθέσθαι ὑπέρ τινος» ασχολούμαι με κάτι (Ισοκρ.).
Greek Monotonic
ὑποτίθημι: μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ ὑπ-έθηκα·
I. 1. βάζω, τοποθετώ από κάτω, τίτινι, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., θέτω, βάζω κάτω από τα πόδια μου, σε Ξεν.
2. τοποθετώ, θέτω από κάτω ως θεμέλιο ή αρχή, στον ίδ., σε Δημ. — Παθ., τοποθετούμαι ως βάση, τίθεμαι ως υπόθεση, σε Πλάτ. — Μέσ., δέχομαι, παίρνω ως αρχή, παίρνω ως δεδομένο, δέχομαι, θεωρώ, εκλαμβάνω, στον ίδ., σε Δημ.· με αιτ. και απαρ., θεωρώ ή υποθέτω ότι..., σε Πλάτ.
II. 1. προτείνω κάτω από, παρουσιάζω, σε Λουκ.· μεταφ., προτείνω, εισηγούμαι, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., υποδεικνύω, συμβουλεύω κάποιον κάτι, ὑποθέσθαι τινὶ βουλήν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπος, ἔργον ὑποθέσθαι τινί, υποδεικνύω έναν λόγο, μία ενέργεια, σε κάποιον οποιονδήποτε, τον συμβουλεύω ή του συνιστώ επί τούτου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. με δοτ. προσ. μόνο, ὑποθέσθαι τινί, συμβουλεύω, νουθετώ, παραινώ κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με απαρ., συμβουλεύω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.
3. προβάλλω, σκοπόν, ως σημάδι ή σκοπό, σε Αριστ. — Μέσ., προβάλλω στον εαυτό μου, σε Ισοκρ.
III. 1. κατατίθεμαι ως παρακαταθήκη ή εγγύηση, βάζω ενέχυρο, ενεχυριάζω, υποθηκεύω, σε Ηρόδ., Αισχίν. κ.λπ.· σε Μέσ., λέγεται για υποθήκη, δανείζω χρήματα επί ενέχυρο, σε Δημ.
2. εκθέτω σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω, σε Πλάτ.· ὑποθεὶς τὸν ἴδιον κίνδυνον, με δικό του ρίσκο, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. -θήσω aor1 ὑπ-έθηκα
I. to place under, τί τινι Il.:—Mid. to place under one's feet, Xen.
2. to place under as a foundation or beginning, Xen., Dem.:—Pass. to be laid down, assumed, Plat.:—Mid. to lay down as a principle, take for granted, assume, Plat., Dem.; c. acc. et inf. to assume or suppose that . ., Plat.
II. to hold out under, present, Luc.: metaph. to suggest, Eur., etc.:—so in Mid. to suggest, hint a thing to one, ὑποθέσθαι τινὶ βουλήν Il.; ἔπος, ἔργον ὑποθέσθαι τινί to suggest a speech, an action, to any one, advise or counsel him thereto, Hom., Hdt., etc.
2. c. dat. pers. only, ὑποθέσθαι τινί to advise, admonish one, Od., Ar., etc.: c. inf. to advise one to do a thing, Hdt., Thuc.
3. to propose, σκοπόν as a mark or aim, Arist.:—Mid. to propose to oneself, Isocr.
III. to put down as a deposit or stake, to pawn, pledge, mortgage, Hdt., Aeschin., etc.:—in Mid., of the mortgagee, to lend money on pledge, Dem.
2. to stake, hazard, venture, Plat.; ὑποθεὶς τὸν ἴδιον κίνδυνον at his own risk, Dem.
Chinese
原文音譯:Øpot⋯qhmi 虛坡-提帖米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在下-安放 相當於: (פָּגַשׁ) (שׂוּמָה / שִׂים)
字義溯源:安置在下面,置之度外,放下,冒險,公開,提醒;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。參讀 (ἀποτίθημι)同義字
出現次數:總共(2);羅(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 你⋯提醒(1) 提前4:6;
2) 置之度外(1) 羅16:4
Léxico de magia
poner debajo λαβὼν σεαυτοῦ δάκτυλον ὑπόθες ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου toma un dedo y póntelo debajo de la lengua P III 263 en libaciones λαβὼν γάλα βόειον καὶ καταχεάσας καὶ ὑποθεὶς καθαρὸν ἄγγος derrama leche de vaca colocando debajo un vaso limpio P III 410 en ofrendas ὑπόθες αὐτῷ ἐν λεκάνῃ καινῇ ὀστρακίνῃ λύχνον καινὸν ἐξημμένον pon debajo, en un plato nuevo de cerámica, una lámpara nueva encendida P IV 66 ὑπόθες ὑπὸ τὴν τράπεζαν σινδόνα καθαρὰν καὶ ἐλάϊνα ὑποστρώσας coloca extendiéndolo debajo de la mesa un lienzo puro y ramas de olivo P V 217 gener. algo escrito ὑπόθες τὴν λάμναν ὑπὸ τὸ θυμιατήριον pon la lámina bajo el incensario P III 299 ὑποθεὶς ὑπὸ τὸν λύχνον τὸ πιττάκιον pon la tablilla bajo la lámpara P VII 724 δίωκε τὸν λόγον καὶ τὴν οὐσίαν ὑπόθες αὐτῆς recita la fórmula y pon debajo de ella la entidad mágica P IV 2236 εἰς φύλλον δάφνης ἐπίγραψον ζμύρνᾳ μετὰ αἵματος βιαίου καὶ ὑπόθες ὑπὸ τὴν λάμναν en una hoja de laurel escribe con mirra mezclada con sangre de uno muerto violentamente y ponla bajo la lámina P IV 2207 λαβὼν φύλλον δάφνης ἐπίγραψον τὸ (ὄνομα) τοῦτο κ(αὶ) ὑπόθες ὑπὸ τὴν κεφαλήν toma una hoja de laurel, graba en ella este nombre y ponla bajo la cabeza SM 74 4
Lexicon Thucydideum
subiicere, to place under, make subject, 1.138.2, 3.45.5, 4.65.4,
MED. proponere, to propose, 5.90.1.