κεντέω: Difference between revisions

5
(eksahir)
(5)
Line 27: Line 27:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[pinchar]], [[clavar]]
|esgtx=[[pinchar]], [[clavar]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκέντησα</i>, Επικ. απαρ. [[κένσαι]] (όπως αν προερχόταν από το <i>κέντω</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], κεντώ, [[τσιμπώ]], [[κεντρίζω]] με βούκεντρο, [[σπιρουνιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για σφήκες και μέλισσες, [[τσιμπώ]], σε Αριστοφ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[σουβλίζω]], [[σφάζω]], [[τσιμπώ]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· [[βασανίζω]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>σὺν δόλῳ κ</i>., [[μαχαιρώνω]] στο [[σκοτάδι]], σε Σοφ.
}}
}}