λάγιον: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάγιον]], τὸ (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> [[λαγουδάκι]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[είδος]] ποτηριού ή αγγείου.
|mltxt=[[λάγιον]], τὸ (Α) [[λαγώς]]<br /><b>1.</b> [[λαγουδάκι]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[είδος]] ποτηριού ή αγγείου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λάγιον:''' τό, υποκορ. του [[λαγώς]], [[λαγουδάκι]], σε Ξεν.
}}
}}