λάγιον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάγιον:''' τό, υποκορ. του [[λαγώς]], [[λαγουδάκι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''λάγιον:''' τό, υποκορ. του [[λαγώς]], [[λαγουδάκι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λάγιον:''' (ᾰ) τό зайчонок Xen.
}}
}}