χρηστός: Difference between revisions

6
(47b)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χρηστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[χρειστός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανόνες του ορθού και του πρέποντος, [[ενάρετος]], [[ηθικός]], [[τίμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χρηστά ήθη»<br /><b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών βάσει του νόμου αξιόλογων θεμιτών τρόπων συμπεριφοράς του μέσου κοινωνικού ανθρώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) α) [[υγιεινός]]<br />β) [[ευχάριστος]] στη [[γεύση]], [[εύγευστος]]<br /><b>3.</b> (για θύματα και οιωνούς) αυτός που προμηνύει [[ευτυχία]], [[αίσιος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει [[αποτέλεσμα]], [[είτε]] θετικό [[είτε]] αρνητικό («ὡς φιλήσω... δήγματι χρηστῷ χωλὴν αὐτῷ ἐποίησα τὴν χεῑρα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ιαματικός]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) ([[κυρίως]] σχετικά με πολεμική [[δραστηριότητα]]) [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br />β) [[επωφελής]] για την [[πατρίδα]] του<br />γ) [[πράος]], [[ήπιος]]<br />δ) [[ευγενικός]]<br />ε) (με αρνητική σημ.) [[ευήθης]], [[ανόητος]]<br />στ) (κατ' ευφημ.) [[νεκρός]]<br /><b>7.</b> (για θεό) [[φιλεύσπλαγχνος]], [[ελεήμων]]<br /><b>8.</b> (για άνδρα) [[ικανός]] για ερωτική [[συνεύρεση]]<br /><b>9.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που χρησιμοποιείται<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρηστοί</i><br />α) αυτοί που έχουν ευγενική [[καταγωγή]], ευπατρίδες<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καταδεδικασμένοι»<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χρηστά</i><br />α) ευχάριστο [[τέλος]], [[ευτυχής]] [[έκβαση]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[ευτυχία]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «λῡπαι χρησταί» — [[λυπηρά]] γεγονότα που έχουν θετικό [[αποτέλεσμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ποιεῑν χρηστόν» — [[φονεύω]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «ἡ χρηστὴ [[μέλιττα]]» — η εργάτρια, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον κηφήνα (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρηστώς]] / <i>χρηστῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χρηστά</i> Ν<br />με χρηστό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως [[πρέπει]], με [[ορθό]] τρόπο («καὶ διοικεῑ τὰ [[πάντα]] χρηστῶς», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται, [[είναι]] [[ανάγκη]]», με κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ., και εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-. Η αρχική σημ. της λ. «αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί» εξελίχθηκε στη σημ. «[[άριστος]], [[γενναίος]]», ενώ για τη σημ. «[[σκοτώνω]]» <b>βλ. λ.</b> <i>χρή</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[χρηστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[χρειστός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανόνες του ορθού και του πρέποντος, [[ενάρετος]], [[ηθικός]], [[τίμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χρηστά ήθη»<br /><b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών βάσει του νόμου αξιόλογων θεμιτών τρόπων συμπεριφοράς του μέσου κοινωνικού ανθρώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) α) [[υγιεινός]]<br />β) [[ευχάριστος]] στη [[γεύση]], [[εύγευστος]]<br /><b>3.</b> (για θύματα και οιωνούς) αυτός που προμηνύει [[ευτυχία]], [[αίσιος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει [[αποτέλεσμα]], [[είτε]] θετικό [[είτε]] αρνητικό («ὡς φιλήσω... δήγματι χρηστῷ χωλὴν αὐτῷ ἐποίησα τὴν χεῑρα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ιαματικός]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) ([[κυρίως]] σχετικά με πολεμική [[δραστηριότητα]]) [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br />β) [[επωφελής]] για την [[πατρίδα]] του<br />γ) [[πράος]], [[ήπιος]]<br />δ) [[ευγενικός]]<br />ε) (με αρνητική σημ.) [[ευήθης]], [[ανόητος]]<br />στ) (κατ' ευφημ.) [[νεκρός]]<br /><b>7.</b> (για θεό) [[φιλεύσπλαγχνος]], [[ελεήμων]]<br /><b>8.</b> (για άνδρα) [[ικανός]] για ερωτική [[συνεύρεση]]<br /><b>9.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που χρησιμοποιείται<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρηστοί</i><br />α) αυτοί που έχουν ευγενική [[καταγωγή]], ευπατρίδες<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καταδεδικασμένοι»<br /><b>11.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χρηστά</i><br />α) ευχάριστο [[τέλος]], [[ευτυχής]] [[έκβαση]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[ευτυχία]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «λῡπαι χρησταί» — [[λυπηρά]] γεγονότα που έχουν θετικό [[αποτέλεσμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ποιεῑν χρηστόν» — [[φονεύω]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «ἡ χρηστὴ [[μέλιττα]]» — η εργάτρια, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον κηφήνα (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρηστώς]] / <i>χρηστῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χρηστά</i> Ν<br />με χρηστό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως [[πρέπει]], με [[ορθό]] τρόπο («καὶ διοικεῑ τὰ [[πάντα]] χρηστῶς», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται, [[είναι]] [[ανάγκη]]», με κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ., και εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-. Η αρχική σημ. της λ. «αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί» εξελίχθηκε στη σημ. «[[άριστος]], [[γενναίος]]», ενώ για τη σημ. «[[σκοτώνω]]» <b>βλ. λ.</b> <i>χρή</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρηστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[χράομαι]], όπως [[χρήσιμος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρήσιμος]], [[καλός]] στο είδος του, [[ωφέλιμος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για θύματα και οιωνούς, αυτός που προμηνύει [[αγαθά]], [[αίσιος]], σε Ηρόδ.· <i>τελευτὴ χρηστή</i>, καλό [[τέλος]] ή [[έκβαση]], στον ίδ.· <i>τὰ χρηστά</i>, ως ουσ., καλές υπηρεσίες, [[αγαθά]], ευχαριστίες, στον ίδ.· <i>χρηστὰ συμβουλεύειν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται με [[ηθική]] [[έννοια]], [[ηθικός]], αντίθ. προς το [[μοχθηρός]], σε Πλάτ.· <i>τὸ χρηστόν</i>, αντίθ. προς <i>τὸ αἰσχρόν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καλός]], [[αγαθός]] και [[ικανός]], [[ανδρείος]], [[γενναίος]]· γενικά, [[καλός]], [[τίμιος]], [[άξιος]], [[αξιόπιστος]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, όπως το [[χρήσιμος]], λέγεται για καλούς πολίτες, [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ χρηστοί</i> όπως <i>οἱ ἀγαθοί</i>, Λατ. optimates, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμ. για τους θεούς, [[ευμενής]], [[ελεήμων]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[αγαθός]], [[πράος]], [[ήπιος]], [[καλός]], σε Καινή Διαθήκη· με αρνητική [[σημασία]], [[ανόητος]], [[μωρός]], όπως το [[εὐήθης]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· <i>ὦ χρηστέ</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[καλώς]], [[δεόντως]], σε Ηρόδ.
}}
}}