Anonymous

χρηστός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρηστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[χράομαι]], όπως [[χρήσιμος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρήσιμος]], [[καλός]] στο είδος του, [[ωφέλιμος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για θύματα και οιωνούς, αυτός που προμηνύει [[αγαθά]], [[αίσιος]], σε Ηρόδ.· <i>τελευτὴ χρηστή</i>, καλό [[τέλος]] ή [[έκβαση]], στον ίδ.· <i>τὰ χρηστά</i>, ως ουσ., καλές υπηρεσίες, [[αγαθά]], ευχαριστίες, στον ίδ.· <i>χρηστὰ συμβουλεύειν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται με [[ηθική]] [[έννοια]], [[ηθικός]], αντίθ. προς το [[μοχθηρός]], σε Πλάτ.· <i>τὸ χρηστόν</i>, αντίθ. προς <i>τὸ αἰσχρόν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καλός]], [[αγαθός]] και [[ικανός]], [[ανδρείος]], [[γενναίος]]· γενικά, [[καλός]], [[τίμιος]], [[άξιος]], [[αξιόπιστος]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, όπως το [[χρήσιμος]], λέγεται για καλούς πολίτες, [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ χρηστοί</i> όπως <i>οἱ ἀγαθοί</i>, Λατ. optimates, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμ. για τους θεούς, [[ευμενής]], [[ελεήμων]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[αγαθός]], [[πράος]], [[ήπιος]], [[καλός]], σε Καινή Διαθήκη· με αρνητική [[σημασία]], [[ανόητος]], [[μωρός]], όπως το [[εὐήθης]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· <i>ὦ χρηστέ</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[καλώς]], [[δεόντως]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''χρηστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[χράομαι]], όπως [[χρήσιμος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρήσιμος]], [[καλός]] στο είδος του, [[ωφέλιμος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για θύματα και οιωνούς, αυτός που προμηνύει [[αγαθά]], [[αίσιος]], σε Ηρόδ.· <i>τελευτὴ χρηστή</i>, καλό [[τέλος]] ή [[έκβαση]], στον ίδ.· <i>τὰ χρηστά</i>, ως ουσ., καλές υπηρεσίες, [[αγαθά]], ευχαριστίες, στον ίδ.· <i>χρηστὰ συμβουλεύειν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται με [[ηθική]] [[έννοια]], [[ηθικός]], αντίθ. προς το [[μοχθηρός]], σε Πλάτ.· <i>τὸ χρηστόν</i>, αντίθ. προς <i>τὸ αἰσχρόν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καλός]], [[αγαθός]] και [[ικανός]], [[ανδρείος]], [[γενναίος]]· γενικά, [[καλός]], [[τίμιος]], [[άξιος]], [[αξιόπιστος]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, όπως το [[χρήσιμος]], λέγεται για καλούς πολίτες, [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ χρηστοί</i> όπως <i>οἱ ἀγαθοί</i>, Λατ. optimates, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμ. για τους θεούς, [[ευμενής]], [[ελεήμων]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[αγαθός]], [[πράος]], [[ήπιος]], [[καλός]], σε Καινή Διαθήκη· με αρνητική [[σημασία]], [[ανόητος]], [[μωρός]], όπως το [[εὐήθης]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· <i>ὦ χρηστέ</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[καλώς]], [[δεόντως]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρηστός:''' [adj. verb. к [[χράομαι]] I]<br /><b class="num">1)</b> хороший, отличный (γῆ Eur.; [[ποτόν]], [[σῖτος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> добрый, благожелательный, благосклонный (θεοί Her.; [[δεσπότης]] Men.): χρηστὰ χρηστοῖσι ἔς τινα ἀμείβεσθαι Her. отплатить кому-л. добром за добро; χρηστόν τι συμβουλεύειν Arph. дать добрый совет;<br /><b class="num">3)</b> счастливый, благоприятный, успешный (ἱρά, [[τελευτή]] Her.): ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά! Aesch. да будет же счастлив исход!; τὰ χρηστὰ [[ἔχει]] φίλους Eur. где счастье, там друзья;<br /><b class="num">4)</b> порядочный, честный ([[βίος]] Aeschin.): χ. καὶ [[φιλόπολις]] Arph. честный патриот; [[ὀλίγον]] τὸ χρηστόν ἐστιν собир. Arph. порядочных людей (в Афинах) мало;<br /><b class="num">5)</b> кроткий, покорный: ἀρνεῖσθαι χρηστὸν εἶναι Her. отказывать в повиновении;<br /><b class="num">6)</b> благоустроенный, упорядоченный ([[πολιτεία]] Isocr.; [[οἰκία]] Plat.);<br /><b class="num">7)</b> полезный, благотворный πρὸς τὴν ψυχήν Plat.; αἱ μὲν χρησταί εἰσιν λῦπαι, αἱ δὲ πονηραί Plat.: χ. περὶ τὴν πόλιν γεγενημένος Lys. оказавший услуги государству; χρηστὰ [[μέλιττα]] Arst. пчела-работница;<br /><b class="num">8)</b> знатный, именитый: οἱ χρηστοί Xen. родовитые люди, аристократия;<br /><b class="num">9)</b> ирон. простоватый, недалекий Arph., Dem., Men.: φιλόλογός γ᾽ εἶ [[ἀτεχνῶς]] καὶ χ. Plat. охотник до споров ты большой, но и простак тоже;<br /><b class="num">10)</b> изрядный, сильный ([[δῆγμα]] Luc.; χρηστὸν καὶ βαθὺ [[τραῦμα]] Luc.).
}}
}}