κάμνω: Difference between revisions

3,576 bytes added ,  30 December 2018
5
(19)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κάμνω]])<br /><b>βλ.</b> [[κάνω]].
|mltxt=(AM [[κάμνω]])<br /><b>βλ.</b> [[κάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάμνω:''' (εκτετ. [[τύπος]] από την √<i>ΚΑΜ</i>)· <i>κᾰμοῦμαι</i>· αόρ. βʹ <i>ἔκᾰμον</i>, απαρ. [[καμεῖν]], Επικ. υποτ. με αναδιπλ. [[κεκάμω]], γʹ ενικ. <i>κεκάμῃσι</i>, γʹ πληθ. <i>κεκάμωσι</i>· παρακ. [[κέκμηκα]]· γʹ πληθ. υπερσ. <i>ἐκεκμήκεσαν</i>· Επικ. μτχ. [[κεκμηώς]], <i>κεκμηῶτι</i>, <i>κεκμηῶτα</i>, αιτ. πληθ. <i>κεκμηότας</i> — Μέσ., Επικ. αόρ. βʹ [[καμόμην]]·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[κοπιάζω]], λέγεται για την δουλειά ενός σιδηρουργού, [[σκῆπτρον]], τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]], το οποίο [[εκείνος]] κατασκεύασε, σε Ομήρ. Ιλ.· κ.[[νῆας]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κερδίζω]], [[αποκτώ]] με κόπο, [[τὰς]] (<i>γυναῖκας</i>) <i>αὐτοὶ καμόμεσθα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εργάζομαι]] ή [[οργώνω]], [[καλλιεργώ]] με μόχθο, κόπο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[εργάζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Θουκ.· [[έπειτα]], κουράζομαι, ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι [[μένος]] [[οἶνος]] ἀέξει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὐδέ]] τι γυῖα κάμνει, [[ούτε]] αισθάνεται [[κόπωση]] στα [[μέλη]] του, στο ίδ.· περὶ δ' ἔγχεϊ χεῖρα [[καμεῖται]], θα κουραζόταν το [[χέρι]] του από το [[πιάσιμο]], από το [[σφίξιμο]] του [[δόρατος]], στο ίδ.· με μτχ., <i>κάμει πολεμίζων</i>, <i>ἐλαύνων</i>, είναι κουρασμένος από την [[μάχη]], από την [[κωπηλασία]], στο ίδ.· οὐκ [[ἔκαμον]] τανύων, δεν συνάντησα, αντιμετώπισα καμία [[δυσκολία]] στο [[χόρδισμα]] του τόξου, δηλ. το έκανα [[χωρίς]] [[πρόβλημα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[οὔτοι]] [[καμοῦμαι]] λέγουσα, [[ποτέ]] δεν θα κουρασθώ να λέω, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ασθενής]] ή [[άρρωστος]], [[υποφέρω]] από [[ασθένεια]], <i>οἱ κάμνοντες</i>, οι άρρωστοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, <i>κάμνειν νόσον</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τοὺς ὀφθαλμούς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[υποφέρω]], [[πάσχω]] ή θλίβομαι, στενοχωριέμαι, βασανίζομαι, <i>στρατοῦ καμόντος</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐ καμεῖ</i>, δεν θα έχεις να παραπονεθείς [[εναντίον]] μου, σε Σοφ.· οὐκ [[ἴσον]] καμὼν ἐμοὶ λύπης, μην έχοντας ίσο [[μερίδιο]] λύπης μαζί μου, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>οἱ καμόντες</i> (μτχ. αορ.), αυτοί που ολοκλήρωσαν την δική τους δουλειά, Λατ. defuncti, δηλ. οι νεκροί, σε Όμηρ.· ομοίως και <i>κεκμηκότες</i>, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}