δυσβίοτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσβίοτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.
|mltxt=[[δυσβίοτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσβίοτος:''' -ον, αυτός που καθιστά τη [[ζωή]] άθλια, αξιοθρήνητη, [[πενίη]], σε Ανθ.
}}
}}