ἐκλυτήριος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκλυτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[απαλλαγή]] από το [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐκλυτήριον</i><br />εξιλαστήρια [[θυσία]] ή [[προσφορά]].
|mltxt=[[ἐκλυτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[απαλλαγή]] από το [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐκλυτήριον</i><br />εξιλαστήρια [[θυσία]] ή [[προσφορά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλῠτήριος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), αυτός που βοηθά ή είναι [[κατάλληλος]] για [[απαλλαγή]] ή [[απελευθέρωση]]· <i>ἐκλυτήριον</i>, <i>τό</i>, [[απαλλαγή]], [[σωτηρία]], σε Σοφ.· εξιλεωτική [[θυσία]] ή [[προσφορά]], σε Ευρ.
}}
}}