συγγνώμων: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυγγνώμων, -ύγγνωμον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[πρόθυμος]] στο να συγχωρεί, [[επιεικής]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[άξιος]] συγγνώμης («ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξύγγνωμον</i><br />η [[συγγνώμη]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συγγνώμων]] [[εἰμί]] τινι» — [[είμαι]] [[ευνοϊκός]] [[απέναντι]] σε κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «[[συγγνώμων]] [[εἰμί]] τινος» — [[είμαι]] διατεθειμένος να συγχωρήσω κάποιον ή [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=και αττ. τ. ξυγγνώμων, -ύγγνωμον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[πρόθυμος]] στο να συγχωρεί, [[επιεικής]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[άξιος]] συγγνώμης («ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξύγγνωμον</i><br />η [[συγγνώμη]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συγγνώμων]] [[εἰμί]] τινι» — [[είμαι]] [[ευνοϊκός]] [[απέναντι]] σε κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «[[συγγνώμων]] [[εἰμί]] τινος» — [[είμαι]] διατεθειμένος να συγχωρήσω κάποιον ή [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[γνώμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγγνώμων:''' Αττ. ξυγγν-, -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[συγγιγνώσκω]] III),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να συγχωρεί, [[σπλαχνικός]], [[επιεικής]], [[ενδοτικός]], σε Ξεν.· [[συγγνώμων]] εἶναί τινος, είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[συγχώρηση]], που αξίζει [[συγγνώμη]] ή [[επιείκεια]], [[συγγνωστός]], [[επιδεκτικός]] συγχώρησης, συγχωρήσιμος, σε Θουκ.
}}
}}