Anonymous

συγγνώμων: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγνώμων:''' Αττ. ξυγγν-, -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[συγγιγνώσκω]] III),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να συγχωρεί, [[σπλαχνικός]], [[επιεικής]], [[ενδοτικός]], σε Ξεν.· [[συγγνώμων]] εἶναί τινος, είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[συγχώρηση]], που αξίζει [[συγγνώμη]] ή [[επιείκεια]], [[συγγνωστός]], [[επιδεκτικός]] συγχώρησης, συγχωρήσιμος, σε Θουκ.
|lsmtext='''συγγνώμων:''' Αττ. ξυγγν-, -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[συγγιγνώσκω]] III),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να συγχωρεί, [[σπλαχνικός]], [[επιεικής]], [[ενδοτικός]], σε Ξεν.· [[συγγνώμων]] εἶναί τινος, είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[συγχώρηση]], που αξίζει [[συγγνώμη]] ή [[επιείκεια]], [[συγγνωστός]], [[επιδεκτικός]] συγχώρησης, συγχωρήσιμος, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγγνώμων -ον, gen. -ονος Att. ook ξυγγνώμων [συγγιγνώσκω] van personen van dezelfde mening (als); (het) eens (met), instemmend (met), met dat..; ὑμᾶς... ἡμῖν βουλόμεθα συγγνώμονας... γίγνεσθαι we willen dat jullie het met ons eens worden Plat. Lg. 770c; met dat. en inf..; ξυγγνώμονες... ἔστε... κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις jullie moeten ermee instemmen dat degenen die als eersten zijn begonnen worden gestraft Thuc. 2.74.2; met gen. van zaak over of in iets:. τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῦργον dat hij Lycurgus als medestander had in de dwang (die hij gebruikte) Plut. Agis et Cl. 31(10).8. begripvol, vergevingsgezind, toegeeflijk, met dat. jegens iem.:; τοὺς... θεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι jij zult de goden vragen om je vergevingsgezind te zijn Xen. Mem. 2.2.14; met gen. voor iets:; τῶν εἰρημένων voor wat er gezegd is Eur. Med. 870; subst.. τὸ σύγγνωμον de toegeeflijkheid Plat. Lg. 757d. van zaken vergeeflijk:. ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον wat onvrijwillig gedaan wordt, is vergeeflijk Thuc. 3.40.
}}
}}