πολυχρόνιος: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πολυχρόνιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, [[παλαιός]], [[αρχαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί πολύ, [[πολύχρονος]], [[μακροχρόνιος]] («[[μέσα]] σε πολυχρόνια και πολυμήχανη [[πολιορκία]]», Παπαντ.)<br /><b>3.</b> αυτός που αργεί να εγκαταλείψει [[κάτι]], που παραμένει για πολύ<br /><b>4.</b> αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυχρόνιον</i>)<br /><b>(λειτ.)</b> [[ευχετήριος]] ύμνος [[κατά]] τη Θεία Λειτουργία [[υπέρ]] μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων<br /><b>μσν.</b><br />λεγόταν ως [[ευχή]] για την [[μακροβιότητα]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρονίως</i> Α<br />για πολύ, για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χρόνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραχυ</i>-[[χρόνιος]].
|mltxt=-α, -ο / [[πολυχρόνιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, [[παλαιός]], [[αρχαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί πολύ, [[πολύχρονος]], [[μακροχρόνιος]] («[[μέσα]] σε πολυχρόνια και πολυμήχανη [[πολιορκία]]», Παπαντ.)<br /><b>3.</b> αυτός που αργεί να εγκαταλείψει [[κάτι]], που παραμένει για πολύ<br /><b>4.</b> αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυχρόνιον</i>)<br /><b>(λειτ.)</b> [[ευχετήριος]] ύμνος [[κατά]] τη Θεία Λειτουργία [[υπέρ]] μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων<br /><b>μσν.</b><br />λεγόταν ως [[ευχή]] για την [[μακροβιότητα]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρονίως</i> Α<br />για πολύ, για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χρόνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραχυ</i>-[[χρόνιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυχρόνιος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που ζει [[πολύ]], αυτός που ανήκει σε [[παλιά]] [[εποχή]], [[αρχαίος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διαρκεί [[πολύ]], σε Αριστ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Ξεν.
}}
}}