Anonymous

πολυχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυχρόνιος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που ζει [[πολύ]], αυτός που ανήκει σε [[παλιά]] [[εποχή]], [[αρχαίος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διαρκεί [[πολύ]], σε Αριστ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''πολυχρόνιος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που ζει [[πολύ]], αυτός που ανήκει σε [[παλιά]] [[εποχή]], [[αρχαίος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διαρκεί [[πολύ]], σε Αριστ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυχρόνιος:''' <b class="num">1)</b> длительный, долгий, продолжительный (ἡ [[μουναρχίη]] τοῦ Κροίσου Her.; [[γένος]] τοῦ βίου Plat.; [[ζωή]] Arst.; [[ἀποδημία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> долговечный (sc. τὰ ζῷα Arst.).
}}
}}