τριέλικτος: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> (συν. για [[φίδι]]) αυτός που σχηματίζει [[τρεις]] ελιγμούς, [[δηλαδή]] αυτός που έχει κουλουριαστεί [[τρεις]] φορές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τριέλικτος]] [[ἰχνοπέδη]]» — [[βρόχος]] ή [[παγίδα]] από [[τρία]] νήματα (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>έλικτος</i>].
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> (συν. για [[φίδι]]) αυτός που σχηματίζει [[τρεις]] ελιγμούς, [[δηλαδή]] αυτός που έχει κουλουριαστεί [[τρεις]] φορές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τριέλικτος]] [[ἰχνοπέδη]]» — [[βρόχος]] ή [[παγίδα]] από [[τρία]] νήματα (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>έλικτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τριέλικτος:''' -ον, αυτός που σχηματίζει [[τρεις]] ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί [[τρεις]] φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.
}}
}}