Anonymous

τριέλικτος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριέλικτος:''' -ον, αυτός που σχηματίζει [[τρεις]] ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί [[τρεις]] φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.
|lsmtext='''τριέλικτος:''' -ον, αυτός που σχηματίζει [[τρεις]] ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί [[τρεις]] φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐέλικτος:''' <b class="num">1)</b> втрое свернувшийся ([[ὄφις]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> трижды изгибающийся (Μαιάνδρου [[ὕδωρ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> втрое сложенный, тройной (θώρακες Anth.): τριέλικτον [[νῆμα]] Anth. тройная, т. е. спряденная тремя Мойрами нить.
}}
}}