λινόπτης: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινόπτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί [[κάτι]] σε αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>όπτης</i>, <i>υπερ</i>-<i>όπτης</i>].
|mltxt=[[λινόπτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί [[κάτι]] σε αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>όπτης</i>, <i>υπερ</i>-<i>όπτης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν [[κάτι]] πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.
}}
}}