Anonymous

λινόπτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν [[κάτι]] πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.
|lsmtext='''λῐνόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν [[κάτι]] πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνόπτης:''' ου adj. m внимательно следящий за неводом, высматривающий Arst.
}}
}}