ὁμοκλή: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοκλή]] και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα<br /><b>2.</b> [[κραυγή]] επίπληξης ή απειλής<br /><b>3.</b> [[επίπληξη]], [[απειλή]] («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με άλογα) δυνατή [[φωνή]] παρότρυνσης, ενθάρρυνσης<br /><b>5.</b> (για ήχο αυλών) [[συμφωνία]] («ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με άνεμο ή με [[φωτιά]]) [[ήχος]], [[θόρυβος]], βοή<br /><b>7.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]], [[προσβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ., το β' συνθετικό της οποίας [[πρέπει]] να αναζητηθεί στο θ. <i>κλη</i>- της δισύλλαβης ρίζας <i>καλή</i>- του ρήματος [[καλώ]] (με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] και απαθές το β' [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>κέ</i>-<i>κλη</i>-<i>μαι</i>, <i>κλή</i>-<i>σις</i>, <i>κλη</i>-<i>τός</i>). Ο τ. <i>ὁμοκλᾱν</i>, [[ωστόσο]], που μαρτυρείται στον Αισχύλο, γεννά προβλήματα με το μακρό ᾱ, που μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως υπερδωρισμός [[είτε]] ως θηλυκό ενός αμάρτυρου επιθ. <i>ὁμοκλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>γνός</i>). Για το α' συνθετικό της λ., άλλοι, θεωρώντας τη σημ. «ταυτόχρονη [[κραυγή]] πολλών ανθρώπων» ως αρχική, το ανάγουν στο επίθ. [[ὁμός]], ενώ, κατ' άλλους, ο τ. <i>ὀμοκλή</i> (με [[ψιλή]], που θα μπορούσε να οφείλεται και σε ιωνική [[ψίλωση]]) οδηγεί στη [[σύνδεση]] του α' συνθετικού με αρχ. ινδ. <i>ama</i>- «[[δύναμη]], [[επίθεση]]» και αβεστ. <i>ama</i>- «[[δύναμη]]», [[άποψη]] που προσκρούει όμως σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=[[ὁμοκλή]] και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα<br /><b>2.</b> [[κραυγή]] επίπληξης ή απειλής<br /><b>3.</b> [[επίπληξη]], [[απειλή]] («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με άλογα) δυνατή [[φωνή]] παρότρυνσης, ενθάρρυνσης<br /><b>5.</b> (για ήχο αυλών) [[συμφωνία]] («ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με άνεμο ή με [[φωτιά]]) [[ήχος]], [[θόρυβος]], βοή<br /><b>7.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]], [[προσβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ., το β' συνθετικό της οποίας [[πρέπει]] να αναζητηθεί στο θ. <i>κλη</i>- της δισύλλαβης ρίζας <i>καλή</i>- του ρήματος [[καλώ]] (με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] και απαθές το β' [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>κέ</i>-<i>κλη</i>-<i>μαι</i>, <i>κλή</i>-<i>σις</i>, <i>κλη</i>-<i>τός</i>). Ο τ. <i>ὁμοκλᾱν</i>, [[ωστόσο]], που μαρτυρείται στον Αισχύλο, γεννά προβλήματα με το μακρό ᾱ, που μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως υπερδωρισμός [[είτε]] ως θηλυκό ενός αμάρτυρου επιθ. <i>ὁμοκλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>γνός</i>). Για το α' συνθετικό της λ., άλλοι, θεωρώντας τη σημ. «ταυτόχρονη [[κραυγή]] πολλών ανθρώπων» ως αρχική, το ανάγουν στο επίθ. [[ὁμός]], ενώ, κατ' άλλους, ο τ. <i>ὀμοκλή</i> (με [[ψιλή]], που θα μπορούσε να οφείλεται και σε ιωνική [[ψίλωση]]) οδηγεί στη [[σύνδεση]] του α' συνθετικού με αρχ. ινδ. <i>ama</i>- «[[δύναμη]], [[επίθεση]]» και αβεστ. <i>ama</i>- «[[δύναμη]]», [[άποψη]] που προσκρούει όμως σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοκλή:''' ἡ ([[ὁμοῦ]], [[καλέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]] λέγεται για [[κραυγή]] μεγάλου αριθμού ατόμων, συντονισμένη [[κραυγή]]· [[κυρίως]] για μεμονωμένα πρόσωπα, [[μεῖναι]] ὁμοκλήν, να υπομείνει τις φωνές του, σε Ομήρ. Ιλ.· με τη [[σημασία]] της επιτίμησης, της επίπληξης, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[αρμονία]].
}}
}}