ὁμοκλή
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
English (LSJ)
ἡ, or ὀμοκλή (v. ὁμοκλάω, fin.),
A threat, reproof, rebuke, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁ. Il.12.413; χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁ. Od.17.189; νήκουστος ὁμοκλέων deaf to reproaches, Emp.137.3; of the threatening shouts of an attacking enemy, μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν Il.16.147; of shouts addressed to horses, τοὶ δ' ὑπ' ὀμοκλῆς ῥίμφ' ἔφερον θοὸν ἅρμα h.Cer.88, Hes.Sc.341; of the sound of flutes, ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς Pi.I.5(4).27, cf. A.Fr.57.5 (anap.).
II in later Ep., onset, attack, βορέαο ὁ. Nic.Th.311; of Sirius, Κυνὸς δριμεῖαν ὁ. Opp.H.1.152; of fire, ib.4.14, cf. Q.S.6.614, al., Man.2.374. (Etym. dub.; signf. ΙΙ perhaps arose from misinterpr. of Il.16.147.)
German (Pape)
[Seite 337] ἡ (καλέω), der Zusammenruf, der gemeinschaftliche Zuruf Mehrerer, z. B. in der Schlacht, μάχῃ ἐνὶ μεῖναι ὁμοκλήν, Il. 16, 417; ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς, im Zusammenklang der Flöten, Pind. I. 4, 30; gew. lauter Zuruf, Zuschreien, von Mehreren u. von Einzelnen, sowohl ermunternd u. antreibend, als scheltend od. drohend, οἱ δ' ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλήν Il. 12, 413, χαλεπαὶ δέ τ' ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί Od. 17, 189, öfter; ion. auch ὀμοκλή, wie ὑπ' ὀμοκλῆς H. h. Cer. 88; Hes. Sc. 341; einzeln auch sp. D.; auch von leblosen Dingen, wie βορέαο κακὴν ὁμοκλήν, Nic. Ther. 311; όπωρινοῖο κυνὸς δριμεῖα ὁμ., πυρός, das Knattern des Feuers, Opp. Hal. 1, 152. 4, 14.
French (Bailly abrégé)
ion. ὀμοκλή;
ῆς (ἡ) :
1 cris se mêlant, clameur confuse;
2 particul. cris de reproche, de menace.
Étymologie: ὁμός, καλέω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοκλή: ион. ὀμοκλή ἡ
1 крик, шум: μάχῃ ἐνὶ θεῖναι ὁμοκλήν Hom. выдерживать (оглушительный) шум боя;
2 окрик, брань (ἄνακτος Hom.);
3 звук, звучание (αὐλῶν ὁμοκλαί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοκλή: ἡ, (ὁμοῦ καλέω) ποιητ. λέξ. σημαίνουσα κυρίως κραυγὴν πολλῶν ὁμοῦ, κοινὴν βοήν· ἀλλ᾿ ἐν χρῆσει κοινῶς ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, πιστότατος δὲ οἱ ἔσκε μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν, νὰ ὑπομείνῃ τὴν κραυγήν του, Ἰλ. Π. 147· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τῆς ἐπιπλήξεως, ἀπειλῆς, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλὴν Μ. 413· χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαὶ Ὁδ. Ρ. 189: Ἰων. ψιλοῦται, ὑπ᾿ ὀμοκλῆς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 88, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 341· ― παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὑλακῆς τῶν κυνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 152· ἡ βοή, ὁ θόρυβος τοῦ πυρός, αὐτόθι 4. 14· ὁ ἦχος, ἡ βοὴ τοῦ ἀνέμου, Νικ. Θ. 311· οὕτως ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ι. 5 (4) 35, πρβλ. Αὐσχύλ.. Ἀποσπ. 55 (λυρ.)· αὐλῶν οὐ σάλπιγγος ὁμοκλὴ Caib. Ἐπιγρ. 1049, 7.
English (Autenrieth)
(ὁμός, καλέω): call of many together, loud, sharp call or command.
Greek Monolingual
ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα
2. κραυγή επίπληξης ή απειλής
3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.)
4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης
5. (για ήχο αυλών) συμφωνία («ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς», Πίνδ.)
6. (σχετικά με άνεμο ή με φωτιά) ήχος, θόρυβος, βοή
7. έφοδος, επίθεση, προσβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ., το β' συνθετικό της οποίας πρέπει να αναζητηθεί στο θ. κλη- της δισύλλαβης ρίζας καλή- του ρήματος καλώ (με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το β' φωνήεν, πρβλ. κέ-κλη-μαι, κλή-σις, κλη-τός). Ο τ. ὁμοκλᾱν, ωστόσο, που μαρτυρείται στον Αισχύλο, γεννά προβλήματα με το μακρό ᾱ, που μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως υπερδωρισμός είτε ως θηλυκό ενός αμάρτυρου επιθ. ὁμοκλός (πρβλ. νεογνός). Για το α' συνθετικό της λ., άλλοι, θεωρώντας τη σημ. «ταυτόχρονη κραυγή πολλών ανθρώπων» ως αρχική, το ανάγουν στο επίθ. ὁμός, ενώ, κατ' άλλους, ο τ. ὀμοκλή (με ψιλή, που θα μπορούσε να οφείλεται και σε ιωνική ψίλωση) οδηγεί στη σύνδεση του α' συνθετικού με αρχ. ινδ. ama- «δύναμη, επίθεση» και αβεστ. ama- «δύναμη», άποψη που προσκρούει όμως σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Greek Monotonic
ὁμοκλή: ἡ (ὁμοῦ, καλέω),·
1. κυρίως λέγεται για κραυγή μεγάλου αριθμού ατόμων, συντονισμένη κραυγή· κυρίως για μεμονωμένα πρόσωπα, μεῖναι ὁμοκλήν, να υπομείνει τις φωνές του, σε Ομήρ. Ιλ.· με τη σημασία της επιτίμησης, της επίπληξης, σε Όμηρ.
II. γενικά, αρμονία.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: loud (threatening, scolding) acclamation, command (Hom., Hes. Sc.; also Emp. [-έων], Pi. [-αῖς], A. Fr. 57,5 = 71,5 (άν)); attack, onset (hell.; false duced from Π 147?).
Other forms: (ὀ-?, s.below).
Derivatives: Besides, prob. as denominative, the more usual ὁμοκλ-άω, -έω (ὀ-) in ipf. 3. sg. ὁμόκλα (Σ 156, Ω 248), 3 pl. ὁμόκλ-εον, 1 pl. -έομεν (Ο 658 a.o., ω 173), aor. ὁμοκλῆσαι (Hom., S. El. 712), iter. ipf. ὁμοκλήσασκε (Β 199) to shout (threateningly), to call, to exhort, to warn; from there ὁμοκλη-τήρ, -ῆρος m. shouter, warner (Μ 273, Ψ 452), f. -τειρα (Lyc. 1337).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As the elided ὑπ' ὀμοκλῆς (e.g. Hes. Sc. 341), κέκλετ' ὀμοκλήσας (v.l. Υ 365) point to orig. lenis (Wackernagel Unt. 47 A. 1), one doubted clearly already in antiquity the hard to understand connection with ὁμός etc. In ὀμο- Jacobsohn Phil. 67, 509ff., KZ 42, 160 n. 1, Χάριτες F. Leo (1911) 443 f. wanted to find a counterpart of Skt. áma- m. violence, pressure, turbulence, Av. ama- m. power (to attack), strength; so ὀμο-κλή prop. as determinative comp. "(attack)-, cry" (?). The 2. member, in any case to καλέω, can be a root-noun (Brugmann Grundr.2 II: 1,140, Risch $ 72b); but it can also be explained as an ā-abstract ὀμο-κλ-ά (: *ὀμο-κλ-ός like νεο-γν-ός; cf. on μεσόδμη) (Fraenkel Nom. ag. 1, 8 n. 2 with Jacobsohn l.c.), in which case the laryngeal must have been lost. For the latter interpretation pleads ὁμοκλάν in A. (s. above), as Greek as monosyll. zero grade only knows κλη- (s. on καλέω); an artificial Dorism (Jacobsohn as alternative) is however not excluded. -- On the variation -άω : -έω in the verb, which can be phonetic, s. Schwyzer 242, Chantraine Gramm. hom. 1, 361.
Middle Liddell
ὁμο-κλή, ἡ, ὁμοῦ, καλέω
I. properly of several persons, a joint call; but of single persons, μεῖναι ὁμοκλήν to bide his call, Il.; with a sense of reproof, rebuke, Hom.
II. generally, harmony.
Frisk Etymology German
ὁμοκλή: {homoklḗ}
Forms: (ὀ-?, s.u.)
Grammar: f.
Meaning: ‘lauter (drohender, scheltender) Zuruf, Befehl' (Hom., Hes. Sc.; auch Emp. [-έων], Pi. [-αῖς], A. Fr. 57,5 = 71,5 Mette [-άν]); Anfall, Angriff (hell. u. sp. Epik; aus Π 147 falsch erschlossen?).
Derivative: Daneben, wohl als Denominativum, das gewöhnlichere ὁμοκλάω, -έω (ὀ-) im Ipf. 3. sg. ὁμόκλα (Σ 156, Ω 248), 3 pl. ὁμόκλεον, 1 pl. -έομεν (Ο 658 u.a., ω 173), Aor. ὁμοκλῆσαι (Hom., S. El. 712), iter. Ipf. ὁμοκλήσασκε (Β 199) ‘(drohend) anrufen, zurufen, antreiben, ermahnen’; davon ὁμοκλητήρ, -ῆρος m. Zurufer, Ermahner (Μ 273, Ψ 452), f. -τειρα (Lyk. 1337).
Etymology : Da die elidierten ὑπ’ ὀμοκλῆς (z.B. Hes. Sc. 341), κέκλετ’ ὀμοκλήσας (v.l. Υ 365) auf ursprüngl. Lenis schließen lassen (Wackernagel Unt. 47 A. 1), hat man offenbar schon im Altertum den schwer zu begründenden Zusammenhang mit ὁμός usw. in Zweifel gezogen. In ὀμο- hat Jacobsohn Phil. 67, 509ff., KZ 42, 160 A. 1, Χάριτες F. Leo dargebr. (1911) 443 f. ein Gegenstück zu aind. áma- m. Gewalt, Andrang, Ungestüm, aw. ama- m. ‘(Angriffs)kraft, Stärke’ sehen wollen; ὀμοκλή somit eig. als Determinativkomp. s. v. a. "Angriffs-, Kraftruf" (?). Das Hinterglied, jedenfalls zu καλέω, kann ein Wz.nomen sein (Brugmann Grundr.2 II: 1,140, Risch ̨ 72b); es läßt sich aber auch als ein ā-Abstraktum ὀμοκλά (: *ὀμοκλός wie νεογνός; vgl. zu μεσόδμη) erklären (Fraenkel Nom. ag. 1, 8 A. 2 mit Jacobsohn a. O.). Für die letztere Auffassung spricht ὁμοκλάν bei A. (s. ob.), da das Griech. als einsilbige Schwundstufe nur κλη- kennt (s. zu καλέω); ein künstlicher Dorismus (Jacobsohn als Alternative) ist indessen keineswegs ausgeschlossen. — Über den Wechsel -άω : -έω beim Verb, der lautlich bedingt sein kann, s. Schwyzer 242, Chantraine Gramm. hom. 1, 361.
Page 2,389
Mantoulidis Etymological
(=κραυγή πολλῶν μαζί). Ἀπό τό ὁμοῦ + καλῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός.
Translations
censure
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur
rebuke
Bulgarian: мъмрене, порицание, укор; Catalan: reprensió, esbroncada, esbronc; Chinese Czech: výčitka; Dutch: verwijt, berisping; Esperanto: riproĉo; Finnish: soimaus, ankara kritiikki, haukkuminen; French: reproche, réprimande; Galician: bronca; Georgian: საყვედური; German: Tadel, Anschiss, Rüge, Schelte, Zurechtweisung, Vorhaltung; Greek: μομφή, επίπληξη, παρατήρηση; Ancient Greek: βλασφημία, ἔνιγμα, ἐνιπή, ἐπικρότησις, ἐπίπλαξις, ἐπίπληγμα, ἐπίπληξις, ἐπίρρησις, ἐπιτίμησις, μέμψις, μομφή, ὁμοκλή, ὄνειδος, προφορά, ψόγος; Irish: spreagadh, aifirt; Italian: rimbrotto, reprimenda, rimprovero, richiamo, ammonimento, disappunto, rampogna; Nepali: गाली; Persian: سرکوفت, عتاب; Polish: zbesztanie, besztanina; Portuguese: bronca, crítica, repreensão, censura; Russian: выговор, укор, упрёк; Scottish Gaelic: achmhasan; Spanish: reproche, reprensión, reprimenda, reprobación, regañina, regaño; Ukrainian: докір, дорікання, догана, зауваження