3,270,629
edits
(31) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ώρη, -ον και [[πέλωρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[τεράστιος]], [[τερατώδης]], [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]]<br /><b>2.</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πέλωρα</i><br />γιγαντιαίως («πέλωρα βιβᾷ» — βαδίζει με γιγαντιαία βήματα, 'Υμν. Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλωρ]] «υπερφυσικό [[τέρας]]» ή πιθανότερα <span style="color: red;"><</span> [[πέλωρον]]. | |mltxt=-ώρη, -ον και [[πέλωρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[τεράστιος]], [[τερατώδης]], [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]]<br /><b>2.</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πέλωρα</i><br />γιγαντιαίως («πέλωρα βιβᾷ» — βαδίζει με γιγαντιαία βήματα, 'Υμν. Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλωρ]] «υπερφυσικό [[τέρας]]» ή πιθανότερα <span style="color: red;"><</span> [[πέλωρον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πέλωρος:''' -η, -ον και -ος, -ον ([[πέλωρ]]), [[τερατώδης]], [[πελώριος]], [[τεράστιος]], [[γιγάντιος]], με παράλληλη [[έννοια]] της απέχθειας προς αυτό, όπως το [[πελώριος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>πέλωρα βιβᾷ</i>, κάνει πελώρια βήματα, σε Ύμν. στον Ερμή. | |||
}} | }} |