Anonymous

πέλωρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώρη, -ον και [[πέλωρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[τεράστιος]], [[τερατώδης]], [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]]<br /><b>2.</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πέλωρα</i><br />γιγαντιαίως («πέλωρα βιβᾷ» — βαδίζει με γιγαντιαία βήματα, 'Υμν. Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλωρ]] «υπερφυσικό [[τέρας]]» ή πιθανότερα <span style="color: red;"><</span> [[πέλωρον]].
|mltxt=-ώρη, -ον και [[πέλωρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[τεράστιος]], [[τερατώδης]], [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]]<br /><b>2.</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πέλωρα</i><br />γιγαντιαίως («πέλωρα βιβᾷ» — βαδίζει με γιγαντιαία βήματα, 'Υμν. Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλωρ]] «υπερφυσικό [[τέρας]]» ή πιθανότερα <span style="color: red;"><</span> [[πέλωρον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέλωρος:''' -η, -ον και -ος, -ον ([[πέλωρ]]), [[τερατώδης]], [[πελώριος]], [[τεράστιος]], [[γιγάντιος]], με παράλληλη [[έννοια]] της απέχθειας προς αυτό, όπως το [[πελώριος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>πέλωρα βιβᾷ</i>, κάνει πελώρια βήματα, σε Ύμν. στον Ερμή.
}}
}}