δυσθέατος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσθέατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άσχημη όψη, [[απαίσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται δύσκολα.
|mltxt=[[δυσθέατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άσχημη όψη, [[απαίσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται δύσκολα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσθέᾱτος:''' -ον, [[δυσάρεστος]] στο [[θέαμα]], [[αποτρόπαιος]], [[φρικτός]], [[φρικιαστικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}