3,273,773
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσθέατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άσχημη όψη, [[απαίσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται δύσκολα. | |mltxt=[[δυσθέατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άσχημη όψη, [[απαίσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται δύσκολα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσθέᾱτος:''' -ον, [[δυσάρεστος]] στο [[θέαμα]], [[αποτρόπαιος]], [[φρικτός]], [[φρικιαστικός]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |