3,258,212
edits
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λακτιστής]]) [[λακτίζω]]<br />(για ζώο) αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] ή την [[ιδιότητα]] να κλοτσά ή να ποδοπατά, [[τσινιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληνοῡ [[λακτιστής]]» — αυτός που πατάει σταφύλια στο [[πατητήρι]]. | |mltxt=ο (Α [[λακτιστής]]) [[λακτίζω]]<br />(για ζώο) αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] ή την [[ιδιότητα]] να κλοτσά ή να ποδοπατά, [[τσινιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληνοῡ [[λακτιστής]]» — αυτός που πατάει σταφύλια στο [[πατητήρι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λακτιστής:''' -οῦ, ὁ, [[κάποιος]] που κτυπά, <i>ἵπποι λακτισταί</i>, που κλωτσούν, σε Ξεν.· <i>λακτιστὴς ληνοῦ</i>, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο [[πατητήρι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |