νεοδαμώδης: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοδαμώδης]], -ῶδες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έγινε [[πολίτης]] της Σπάρτης πρόσφατα<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>oἱ νεοδαμώδεις</i><br />είλωτες που λόγω ανδραγαθίας στη [[μάχη]] ή και για άλλες σπουδαίες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην [[πολιτεία]] τών Λακεδαιμόνων έγιναν απελεύθεροι («τοὺς εἰς ἐλευθερίαν τῶν εἱλώτων ἀφιεμένους οἱ Λακεδαιμόνιοι νεοδαμώδεις καλοῡσιν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δᾱμώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῆμος]] / <i>δᾱμος</i>)].
|mltxt=[[νεοδαμώδης]], -ῶδες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έγινε [[πολίτης]] της Σπάρτης πρόσφατα<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>oἱ νεοδαμώδεις</i><br />είλωτες που λόγω ανδραγαθίας στη [[μάχη]] ή και για άλλες σπουδαίες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην [[πολιτεία]] τών Λακεδαιμόνων έγιναν απελεύθεροι («τοὺς εἰς ἐλευθερίαν τῶν εἱλώτων ἀφιεμένους οἱ Λακεδαιμόνιοι νεοδαμώδεις καλοῡσιν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δᾱμώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῆμος]] / <i>δᾱμος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοδᾱμώδης:''' -ες ([[νέος]], [[δᾶμος]] = [[δῆμος]]), σπαρτιατική [[λέξη]], αυτός που έγινε πρόσφατα [[πολίτης]] της Σπάρτης, σε Θουκ.· οι είλωτες ονομάζονταν <i>Νεοδαμώδεις</i> όταν απελευθερώνονταν για τις υπηρεσίες τους στον πόλεμο και πιθ. αποκτούσαν και ορισμένα [[πολιτικά]] δικαιώματα, σε Ξεν.
}}
}}