εἱρκτή: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εἱρκτή]] και εἰρκτή και [[ἑρκτή]])<br />[[φυλακή]], [[δεσμωτήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πρόσκαιρη [[κάθειρξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γυναικωνίτης]].
|mltxt=η (Α [[εἱρκτή]] και εἰρκτή και [[ἑρκτή]])<br />[[φυλακή]], [[δεσμωτήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πρόσκαιρη [[κάθειρξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γυναικωνίτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἱρκτή:''' Ιων. [[ἑρκτή]], ἡ ([[εἵργω]]), εσώκλειστο [[μέρος]], [[φυλακή]], σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό [[μέρος]] ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.
}}
}}