στασιάζω: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[στάσις]]<br /><b>(αμτβ.)</b> εξεγείρομαι, [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερίζω]], [[φιλονικώ]] («ὃς βασιλεύσας [[πρῶτα]] τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) [[διχογνωμώ]], συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες («διὰ τὸ τὰ ἐν τῇ Ῥώμη στασιάζεσθαι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] [[φατρία]] ή [[πολιτική]] [[παράταξη]] με σκοπό την [[κατάληψη]] της εξουσίας (α. «εἰ στασιάζουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πρὸς τοὺς τυράννους [[ὑπὲρ]] τοῡ δήμου στασιάζειν», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ασυμφωνίας («[[εἴπερ]] στασιάζουσι περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ξεσηκώνω]] σε [[στάση]], [[κηρύσσω]] [[ανταρσία]], [[προκαλώ]] [[αναταραχή]] («τὴν μὲν πόλιν στασιάσαι, τοὺς δὲ λέγοντας [[ταχέως]] πλουτῆσαι», Λυσ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στασιάζω]] τινὶ [[μετά]] τινος» και «[[στασιάζω]] [[κατά]] τινα [[περί]] τινος» — [[συμπαρατάσσομαι]] με κάποιον [[εναντίον]] κάποιου άλλου.
|mltxt=ΝΜΑ [[στάσις]]<br /><b>(αμτβ.)</b> εξεγείρομαι, [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερίζω]], [[φιλονικώ]] («ὃς βασιλεύσας [[πρῶτα]] τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) [[διχογνωμώ]], συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες («διὰ τὸ τὰ ἐν τῇ Ῥώμη στασιάζεσθαι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] [[φατρία]] ή [[πολιτική]] [[παράταξη]] με σκοπό την [[κατάληψη]] της εξουσίας (α. «εἰ στασιάζουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πρὸς τοὺς τυράννους [[ὑπὲρ]] τοῡ δήμου στασιάζειν», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ασυμφωνίας («[[εἴπερ]] στασιάζουσι περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ξεσηκώνω]] σε [[στάση]], [[κηρύσσω]] [[ανταρσία]], [[προκαλώ]] [[αναταραχή]] («τὴν μὲν πόλιν στασιάσαι, τοὺς δὲ λέγοντας [[ταχέως]] πλουτῆσαι», Λυσ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στασιάζω]] τινὶ [[μετά]] τινος» και «[[στασιάζω]] [[κατά]] τινα [[περί]] τινος» — [[συμπαρατάσσομαι]] με κάποιον [[εναντίον]] κάποιου άλλου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στᾱσιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[στάσις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., εξεγείρομαι, [[επαναστατώ]], ξεσηκώνομαι, [[αποστατώ]], <i>τινί</i>, [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στις ελληνικές πόλεις, [[σχηματίζω]] [[φατρία]] ή [[πολιτική]] [[παράταξη]], [[εξεγείρω]], [[απειθαρχώ]], [[διίσταμαι]], [[φιλονεικώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τις ίδιες τις πόλεις, [[διχογνωμώ]], σπαράζομαι από εσωτερικές, έριδες, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[υποκινώ]] σε [[στάση]], [[σπέρνω]] τη [[σύγχυση]], κάνω άνω [[κάτω]], <i>τὴν πόλιν</i>, σε Λυσ. κ.λπ.
}}
}}