Anonymous

στασιάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στᾱσιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[στάσις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., εξεγείρομαι, [[επαναστατώ]], ξεσηκώνομαι, [[αποστατώ]], <i>τινί</i>, [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στις ελληνικές πόλεις, [[σχηματίζω]] [[φατρία]] ή [[πολιτική]] [[παράταξη]], [[εξεγείρω]], [[απειθαρχώ]], [[διίσταμαι]], [[φιλονεικώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τις ίδιες τις πόλεις, [[διχογνωμώ]], σπαράζομαι από εσωτερικές, έριδες, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[υποκινώ]] σε [[στάση]], [[σπέρνω]] τη [[σύγχυση]], κάνω άνω [[κάτω]], <i>τὴν πόλιν</i>, σε Λυσ. κ.λπ.
|lsmtext='''στᾱσιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[στάσις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., εξεγείρομαι, [[επαναστατώ]], ξεσηκώνομαι, [[αποστατώ]], <i>τινί</i>, [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στις ελληνικές πόλεις, [[σχηματίζω]] [[φατρία]] ή [[πολιτική]] [[παράταξη]], [[εξεγείρω]], [[απειθαρχώ]], [[διίσταμαι]], [[φιλονεικώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τις ίδιες τις πόλεις, [[διχογνωμώ]], σπαράζομαι από εσωτερικές, έριδες, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[υποκινώ]] σε [[στάση]], [[σπέρνω]] τη [[σύγχυση]], κάνω άνω [[κάτω]], <i>τὴν πόλιν</i>, σε Λυσ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰσιάζω:''' <b class="num">1)</b> восставать, бунтовать: σ. τινί Her., Xen. и πρός τινα Xen., Plat., Arst. поднимать восстание против кого-л.; [[ὑπὲρ]] τῆς δημοκρατίας σ. Lys. подниматься на защиту демократии; σ. ἐπ᾽ ἀλλήλοισι Her. и σ. ἀλλήλοις Xen. затеять распрю друг с другом; τὸ [[Ῥήγιον]] ἐστασίαζεν Thuc. Регий был охвачен внутренними волнениями;<br /><b class="num">2)</b> спорить, бороться (περὶ τῆς ἡγεμονίης Her.; σ. ἐν ἑαυτοῖς Plat.): σ. τινὶ [[μετά]] τινος Arph. бороться с кем-л. на стороне кого-л.; ἡ φυχὴ στασιάζει Plat., Arst. душа смятена;<br /><b class="num">3)</b> возбуждать, возмущать (τὴν πόλιν Lys.): τὸ ἐστασιασμένον Sext. находящееся в смятении, смятенное.
}}
}}