3,277,119
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμπορικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο [[εμπόριο]] («[[εμπορικός]] [[οίκος]], [[σύλλογος]], [[σύμβαση]], [[σχολή]], [[λιμάνι]] κ.λπ.»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εμπορικό</i><br />[[κατάστημα]] πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ., εμπορικό [[κατάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό, [[ξένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εμπορική [[ικανότητα]]<br /><b>3.</b> (<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ εμπορικοί</i><br />οι τροφοδότες του στρατοπέδου, οι κάπηλοι<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμπορικόν</i><br />[[τάξη]] θαλασσινών εμπόρων<br /><b>επίρρ.</b> <i>εμπορικώς</i>, -<i>ά</i><br />με εμπορικό τρόπο, με τρόπο εμπόρου, με κερδοσκοπική [[διάθεση]], [[χάριν]] εμπορίου, κέρδους. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμπορικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο [[εμπόριο]] («[[εμπορικός]] [[οίκος]], [[σύλλογος]], [[σύμβαση]], [[σχολή]], [[λιμάνι]] κ.λπ.»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εμπορικό</i><br />[[κατάστημα]] πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ., εμπορικό [[κατάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό, [[ξένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εμπορική [[ικανότητα]]<br /><b>3.</b> (<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ εμπορικοί</i><br />οι τροφοδότες του στρατοπέδου, οι κάπηλοι<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμπορικόν</i><br />[[τάξη]] θαλασσινών εμπόρων<br /><b>επίρρ.</b> <i>εμπορικώς</i>, -<i>ά</i><br />με εμπορικό τρόπο, με τρόπο εμπόρου, με κερδοσκοπική [[διάθεση]], [[χάριν]] εμπορίου, κέρδους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπορικός]], αυτός που σχετίζεται με το [[εμπόριο]], σε Στησίχ.· ἐμπ. [[τέχνη]] = [[ἐμπορία]], σε Πλάτ.· <i>ἐμπ. δίκαι</i>, εμπορικές ενέργειες, σε Δημ.· <i>τὰ ἐμπ. χρήματα</i>, χρήματα που έχουν [[χρήση]] στο [[εμπόριο]], στις εμπορικές συναλλαγές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εισαγόμενος, [[ξένος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |