3,277,119
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπορικός]], αυτός που σχετίζεται με το [[εμπόριο]], σε Στησίχ.· ἐμπ. [[τέχνη]] = [[ἐμπορία]], σε Πλάτ.· <i>ἐμπ. δίκαι</i>, εμπορικές ενέργειες, σε Δημ.· <i>τὰ ἐμπ. χρήματα</i>, χρήματα που έχουν [[χρήση]] στο [[εμπόριο]], στις εμπορικές συναλλαγές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εισαγόμενος, [[ξένος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐμπορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπορικός]], αυτός που σχετίζεται με το [[εμπόριο]], σε Στησίχ.· ἐμπ. [[τέχνη]] = [[ἐμπορία]], σε Πλάτ.· <i>ἐμπ. δίκαι</i>, εμπορικές ενέργειες, σε Δημ.· <i>τὰ ἐμπ. χρήματα</i>, χρήματα που έχουν [[χρήση]] στο [[εμπόριο]], στις εμπορικές συναλλαγές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εισαγόμενος, [[ξένος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπορικός:''' торговый, коммерческий (χρήματα Arph., Plut.; [[τέχνη]] Plat.; [[πόλις]] Arst.; δίκαι Arst., Dem.; [[φόρτος]] Plut.): ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. купеческие россказни, бредни. | |||
}} | }} |