Anonymous

ἐμπορικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπορικός]], αυτός που σχετίζεται με το [[εμπόριο]], σε Στησίχ.· ἐμπ. [[τέχνη]] = [[ἐμπορία]], σε Πλάτ.· <i>ἐμπ. δίκαι</i>, εμπορικές ενέργειες, σε Δημ.· <i>τὰ ἐμπ. χρήματα</i>, χρήματα που έχουν [[χρήση]] στο [[εμπόριο]], στις εμπορικές συναλλαγές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εισαγόμενος, [[ξένος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐμπορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπορικός]], αυτός που σχετίζεται με το [[εμπόριο]], σε Στησίχ.· ἐμπ. [[τέχνη]] = [[ἐμπορία]], σε Πλάτ.· <i>ἐμπ. δίκαι</i>, εμπορικές ενέργειες, σε Δημ.· <i>τὰ ἐμπ. χρήματα</i>, χρήματα που έχουν [[χρήση]] στο [[εμπόριο]], στις εμπορικές συναλλαγές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εισαγόμενος, [[ξένος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπορικός:''' торговый, коммерческий (χρήματα Arph., Plut.; [[τέχνη]] Plat.; [[πόλις]] Arst.; δίκαι Arst., Dem.; [[φόρτος]] Plut.): ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. купеческие россказни, бредни.
}}
}}