δουλοπρεπής: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές και δουλόπρεπος, -η, -ο (AM [[δουλοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει σε δούλο, [[ευτελής]], [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δουλόφρονας]].
|mltxt=-ές και δουλόπρεπος, -η, -ο (AM [[δουλοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει σε δούλο, [[ευτελής]], [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δουλόφρονας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δουλοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που ταιριάζει σε δούλο, [[δουλικός]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}