Anonymous

δουλοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουλοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που ταιριάζει σε δούλο, [[δουλικός]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''δουλοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που ταιριάζει σε δούλο, [[δουλικός]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουλοπρεπής:''' <b class="num">1)</b> подобающий рабам, рабский ([[πόνος]] Her.; [[βίος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. неблагородный, низкий, грубый, подлый Xen., Plat., Luc., Plut.
}}
}}