τρόπος: Difference between revisions

3,389 bytes added ,  30 December 2018
6
(42)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέσο]], [[μέθοδος]], [[είδος]], [[σύστημα]] ενέργειας (α. «[[τρόπος]] διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο) ύφος, [[είδος]] έκφρασης<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συμπεριφορά]], [[διαγωγή]], [[φέρσιμο]] (α. «δεν έχει τρόπους» — δεν έχει καλή [[ανατροφή]]<br />β. «έχει καλούς τρόπους» — [[είναι]] [[ευγενικός]]<br />γ. «διάφοροι ὄντες τὸν τρόπον», <b>Θουκ.</b><br />δ. «κοὐκέτ' ἄν μ' εὕροις δικαστὴν δριμὺν... οὐδὲ τοὺς τρόπους γε [[δήπου]] σκληρόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «με [[κάθε]] τρόπο» και «παντί τρόπῳ» και «διὰ παντὸς τρόπου» και «κατὰ [[πάντα]] τρόπον» και «ἐκ παντὸς τρόπου» — με [[κάθε]] [[μέσο]], [[οπωσδήποτε]], [[εξάπαντος]]<br />β) «τρόπον [[τίνα]]» — [[κατά]] κάποιον τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιουσία]], υλικά [[μέσα]], [[βίος]] («έχει καλά τον τρόπο του» — [[είναι]] [[εύπορος]])<br /><b>2.</b> [[επιτηδειότητα]], [[επιδεξιότητα]], [[ικανότητα]] («έχει τον τρόπο του αυτός να πείθει τους άλλους»)<br /><b>3.</b> [[διακριτικότητα]] («να τήν πλησιάσεις με τρόπο και να της το πεις»)<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> καθεμιά από τις δύο γενικές διατάξεις τών διατονικών κλιμάκων στις οποίες η [[διάκριση]] γίνεται από τη συγκεκριμένη [[θέση]] τών ημιτονίων (α. «[[μείζων]] [[τρόπος]]» — [[ματζόρε]]<br />β. «[[ελάσσων]] [[τρόπος]]» — [[μινόρε]])<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> [[μορφή]] του συλλογισμού ανάλογα με την [[ποιότητα]] και την [[ποσότητα]] των προτάσεων<br /><b>6.</b> <b>(φιλοσ.)</b> ο [[καθορισμός]] ενός υποκειμένου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[κατηγορούμενο]]<br /><b>7.</b> <b>(νομ.)</b> [[πράξη]] ή [[παράλειψη]] που θέτει ο [[δωρητής]] εν ζωή ή ο κληρονομούμενος με [[διαθήκη]] εις [[βάρος]] του δωρεοδόχου ή του κληρονόμου ή του κληροδόχου [[χωρίς]] [[δημιουργία]] αντίστοιχου απαιτητού δικαιώματος [[υπέρ]] άλλου προσώπου<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «με κανέναν τρόπο» — σε [[καμιά]] [[περίπτωση]]<br />β) «με τρόπο»<br />i) επιτήδεια, όπως αρμόζει ή με ήπιο ύφος (α. «πες του το με τρόπο» β. «έφυγε με τρόπο»)<br />ii) [[κρυφά]] («πάρ' το με τρόπο για να μην σέ καταλάβουν»)<br />γ) «[[βρίσκω]] τρόπο» — [[επινοώ]]<br />δ) «[[τρόπος]] του λέγειν» — [[σχήμα]] λόγου, όχι κυριολεκτικά, μεταφορικά<br />ε) «[[τρόπος]] παραγωγής»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) ο ιστορικά καθορισμένος [[τρόπος]] [[κατά]] τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν τα αναγκαία για την ύπαρξη και [[ανάπτυξη]] της κοινωνίας υλικά [[αγαθά]], [[τρόπος]] ο [[οποίος]] έχει ως βασικές συνιστώσες τις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής σε [[διαλεκτική]] [[ενότητα]] [[μεταξύ]] τους<br />στ) «[[τρόπος]] ζωής»<br /><b>(κοινων.)</b> i) ο [[τρόπος]] με τον οποίο αντιλαμβάνεται [[κανείς]] και ζει τη ζωή του<br />ii) το [[περιεχόμενο]] και οι ιστορικά καθορισμένες συγκεκριμένες μορφές ικανοποίησης τών υλικών και πνευματικών αναγκών του ατόμου εκ μέρους τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων, σε [[συνάρτηση]] με το βιοτικό επίπεδο, τις παραδόσεις, τη [[νοοτροπία]], τα ήθη και τα έθιμα μιας δεδομένης κοινωνίας<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> «όπου [[είναι]] [[τρόπος]] [[είναι]] και [[τόπος]]» — δηλώνει ότι με την ευγενική του [[συμπεριφορά]] μπορεί [[κανείς]] να έχει [[πρόσβαση]] [[παντού]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στην εκκλ. μουσ.) [[μελωδία]], επεξηγηματικό [[κείμενο]] ή και τα δύο [[μαζί]], που προστίθενται σε μια γρηγοριανή [[μελωδία]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκεπτικοί [ή πυρρώνειοι] τρόποι [ή λόγοι ή τόποι και τύποι]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> διάφορες αποδεικτικές μέθοδοι σχετικές με τη [[δυνατότητα]] γνώσης και κατανόησης τών πραγμάτων, της αντικειμενικής πραγματικότητας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεύθυνση]], [[διεύθυνση]] («διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) βιοτική [[συνήθεια]], έξη<br /><b>3.</b> συλλογιστική [[μέθοδος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ τρόποι</i><br />το [[σύνολο]] τών κλίσεων, τών φυσικών τάσεων ενός ατόμου («οὐκ αἰσχυνοῡμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾱς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (με επιρρμ. σημ.) α) «τῷ τρόπῳ;» καὶ «τίνι τρόπῳ;» και «ποίῳ τρόπῳ;» και «[[τίνα]] τρόπον;» — με ποιο τρόπο, πώς;<br />β) «τρόπῳ τοιῷδε» και «τοιούτῳ τρόπῳ» και «τοῦτον τὸν τρόπον» και «τόνδε τὸν τρόπον» — με τέτοιο τρόπο, [[έτσι]] δα<br />γ) «οὐδενί [ή μηδενὶ] τρόπῳ» — με κανέναν τρόπο, [[καθόλου]]<br />δ) «έκουσίῳ τρόπω» — θεληματικά<br />ε) «τὸν αὐτὸν τρόπον» και «εἰς τὸν αὐτὸν τρόπον» — με τον ίδιο τρόπο, ομοίως<br />στ) «ἐξ [[ἑνός]] γε τοῡ τρόπου» — ακριβώς το ίδιο<br />ζ) «ἑνί γε τῷ τρόπῳ» — με τον έναν ή με τον [[άλλο]] τρόπο<br />η) «[[μετὰ]] ὁτουοῡν τρόπον» — με οποιονδήποτε τρόπο (<b>Θουκ.</b>)<br />θ) «βάρβαρον τρόπον» — όπως συνηθίζουν οι βάρβαροι (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ι) «ὄρνιθος τρόπον» — σαν [[πουλί]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ια) «[[ἐγκώμιον]] ἀμφὶ τρόπον» — με επαινετικό τρόπο (<b>Πίνδ.</b>)<br />ιβ) «πρὸς τρόπον τινός» — σύμφωνα με τις διαθέσεις κάποιου<br />ιγ) «κατὰ τρόπον» και «πρὸς τρόπον»<br />i) με τον κατάλληλο τρόπο, όπως αρμόζει<br />ii) όπως συνηθίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- της ρίζας του [[τρέπω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρέπω]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέσο]], [[μέθοδος]], [[είδος]], [[σύστημα]] ενέργειας (α. «[[τρόπος]] διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο) ύφος, [[είδος]] έκφρασης<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συμπεριφορά]], [[διαγωγή]], [[φέρσιμο]] (α. «δεν έχει τρόπους» — δεν έχει καλή [[ανατροφή]]<br />β. «έχει καλούς τρόπους» — [[είναι]] [[ευγενικός]]<br />γ. «διάφοροι ὄντες τὸν τρόπον», <b>Θουκ.</b><br />δ. «κοὐκέτ' ἄν μ' εὕροις δικαστὴν δριμὺν... οὐδὲ τοὺς τρόπους γε [[δήπου]] σκληρόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «με [[κάθε]] τρόπο» και «παντί τρόπῳ» και «διὰ παντὸς τρόπου» και «κατὰ [[πάντα]] τρόπον» και «ἐκ παντὸς τρόπου» — με [[κάθε]] [[μέσο]], [[οπωσδήποτε]], [[εξάπαντος]]<br />β) «τρόπον [[τίνα]]» — [[κατά]] κάποιον τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιουσία]], υλικά [[μέσα]], [[βίος]] («έχει καλά τον τρόπο του» — [[είναι]] [[εύπορος]])<br /><b>2.</b> [[επιτηδειότητα]], [[επιδεξιότητα]], [[ικανότητα]] («έχει τον τρόπο του αυτός να πείθει τους άλλους»)<br /><b>3.</b> [[διακριτικότητα]] («να τήν πλησιάσεις με τρόπο και να της το πεις»)<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> καθεμιά από τις δύο γενικές διατάξεις τών διατονικών κλιμάκων στις οποίες η [[διάκριση]] γίνεται από τη συγκεκριμένη [[θέση]] τών ημιτονίων (α. «[[μείζων]] [[τρόπος]]» — [[ματζόρε]]<br />β. «[[ελάσσων]] [[τρόπος]]» — [[μινόρε]])<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> [[μορφή]] του συλλογισμού ανάλογα με την [[ποιότητα]] και την [[ποσότητα]] των προτάσεων<br /><b>6.</b> <b>(φιλοσ.)</b> ο [[καθορισμός]] ενός υποκειμένου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[κατηγορούμενο]]<br /><b>7.</b> <b>(νομ.)</b> [[πράξη]] ή [[παράλειψη]] που θέτει ο [[δωρητής]] εν ζωή ή ο κληρονομούμενος με [[διαθήκη]] εις [[βάρος]] του δωρεοδόχου ή του κληρονόμου ή του κληροδόχου [[χωρίς]] [[δημιουργία]] αντίστοιχου απαιτητού δικαιώματος [[υπέρ]] άλλου προσώπου<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «με κανέναν τρόπο» — σε [[καμιά]] [[περίπτωση]]<br />β) «με τρόπο»<br />i) επιτήδεια, όπως αρμόζει ή με ήπιο ύφος (α. «πες του το με τρόπο» β. «έφυγε με τρόπο»)<br />ii) [[κρυφά]] («πάρ' το με τρόπο για να μην σέ καταλάβουν»)<br />γ) «[[βρίσκω]] τρόπο» — [[επινοώ]]<br />δ) «[[τρόπος]] του λέγειν» — [[σχήμα]] λόγου, όχι κυριολεκτικά, μεταφορικά<br />ε) «[[τρόπος]] παραγωγής»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) ο ιστορικά καθορισμένος [[τρόπος]] [[κατά]] τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν τα αναγκαία για την ύπαρξη και [[ανάπτυξη]] της κοινωνίας υλικά [[αγαθά]], [[τρόπος]] ο [[οποίος]] έχει ως βασικές συνιστώσες τις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής σε [[διαλεκτική]] [[ενότητα]] [[μεταξύ]] τους<br />στ) «[[τρόπος]] ζωής»<br /><b>(κοινων.)</b> i) ο [[τρόπος]] με τον οποίο αντιλαμβάνεται [[κανείς]] και ζει τη ζωή του<br />ii) το [[περιεχόμενο]] και οι ιστορικά καθορισμένες συγκεκριμένες μορφές ικανοποίησης τών υλικών και πνευματικών αναγκών του ατόμου εκ μέρους τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων, σε [[συνάρτηση]] με το βιοτικό επίπεδο, τις παραδόσεις, τη [[νοοτροπία]], τα ήθη και τα έθιμα μιας δεδομένης κοινωνίας<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> «όπου [[είναι]] [[τρόπος]] [[είναι]] και [[τόπος]]» — δηλώνει ότι με την ευγενική του [[συμπεριφορά]] μπορεί [[κανείς]] να έχει [[πρόσβαση]] [[παντού]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στην εκκλ. μουσ.) [[μελωδία]], επεξηγηματικό [[κείμενο]] ή και τα δύο [[μαζί]], που προστίθενται σε μια γρηγοριανή [[μελωδία]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκεπτικοί [ή πυρρώνειοι] τρόποι [ή λόγοι ή τόποι και τύποι]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> διάφορες αποδεικτικές μέθοδοι σχετικές με τη [[δυνατότητα]] γνώσης και κατανόησης τών πραγμάτων, της αντικειμενικής πραγματικότητας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεύθυνση]], [[διεύθυνση]] («διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) βιοτική [[συνήθεια]], έξη<br /><b>3.</b> συλλογιστική [[μέθοδος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ τρόποι</i><br />το [[σύνολο]] τών κλίσεων, τών φυσικών τάσεων ενός ατόμου («οὐκ αἰσχυνοῡμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾱς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (με επιρρμ. σημ.) α) «τῷ τρόπῳ;» καὶ «τίνι τρόπῳ;» και «ποίῳ τρόπῳ;» και «[[τίνα]] τρόπον;» — με ποιο τρόπο, πώς;<br />β) «τρόπῳ τοιῷδε» και «τοιούτῳ τρόπῳ» και «τοῦτον τὸν τρόπον» και «τόνδε τὸν τρόπον» — με τέτοιο τρόπο, [[έτσι]] δα<br />γ) «οὐδενί [ή μηδενὶ] τρόπῳ» — με κανέναν τρόπο, [[καθόλου]]<br />δ) «έκουσίῳ τρόπω» — θεληματικά<br />ε) «τὸν αὐτὸν τρόπον» και «εἰς τὸν αὐτὸν τρόπον» — με τον ίδιο τρόπο, ομοίως<br />στ) «ἐξ [[ἑνός]] γε τοῡ τρόπου» — ακριβώς το ίδιο<br />ζ) «ἑνί γε τῷ τρόπῳ» — με τον έναν ή με τον [[άλλο]] τρόπο<br />η) «[[μετὰ]] ὁτουοῡν τρόπον» — με οποιονδήποτε τρόπο (<b>Θουκ.</b>)<br />θ) «βάρβαρον τρόπον» — όπως συνηθίζουν οι βάρβαροι (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ι) «ὄρνιθος τρόπον» — σαν [[πουλί]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ια) «[[ἐγκώμιον]] ἀμφὶ τρόπον» — με επαινετικό τρόπο (<b>Πίνδ.</b>)<br />ιβ) «πρὸς τρόπον τινός» — σύμφωνα με τις διαθέσεις κάποιου<br />ιγ) «κατὰ τρόπον» και «πρὸς τρόπον»<br />i) με τον κατάλληλο τρόπο, όπως αρμόζει<br />ii) όπως συνηθίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- της ρίζας του [[τρέπω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρέπω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρόπος:''' ὁ ([[τρέπω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[διεύθυνση]], [[τρόπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τρόπος]], [[συμπεριφορά]], [[μέθοδος]], <i>τρόπῳ τοιῷδε</i>, κατά τέτοιο τρόπο, σε Ηρόδ.· <i>τίνι τρόπῳ;</i> Λατ. [[quomodo]]? με ποιο τρόπο; σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ποίῳ τρόπῳ;</i> στον ίδ.· [[ἑνί]] γε τῷ τρόπῳ, με τον ένα τρόπο ή τον [[άλλο]], κατά κάποιο τρόπο, σε Αριστοφ.· <i>παντὶ τρόπῳ</i>, με [[κάθε]] τρόπο, σε Αισχύλ.· <i>οὐδενὶ τρόπῳ</i>, <i>μηδενὶ τρόπῳ</i>, με κανέναν τρόπο, [[καθόλου]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ., <i>τρόποισι ποίοις;</i> σε Σοφ.· <i>ναυκλήρου τρόποις</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. στην αιτ., [[τίνα]] τρόπον; πώς; σε Αριστοφ.· <i>τρόπον τινά</i>, κατά κάποιον τρόπο, σε Ευρ.· <i>οὐδένα</i>, <i>μηδένα τρόπον</i>, σε Ξεν.· <i>πίτυος τρόπον</i>, σύμφωνα με τον τρόπο ενός πεύκου, σε Ηρόδ.· στον πληθ., <i>κεχώρισται τοὺς τρόπους</i>, με τους τρόπους του, στον ίδ.· <i>πάντας τρόπους</i>, με όλους τους τρόπους, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με προθ., <i>γυναικὸς ἐν τρόποις</i>, <i>ἐν τρόποις Ἰξίονος</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐς ὄρνιθος τρόποις</i>, σε Λουκ.· <i>κατὰ πάντα τρόπον</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κατὰ πάντας τρόπους</i>, στον ίδ.· <i>κατὰ τρόπον</i> απόλ., αρμοδίως, [[προσηκόντως]], Λατ. [[rite]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[τρόπος]] ζωής, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Πίνδ.· <i>μῶνἡλιαστά;</i> — Απαντ. μἀλλὰ [[θατέρου]] τρόπου, Είσαι Ηλιαστής; — Όχι, [[αλλά]] από το [[άλλο]] είδος, σε Αριστοφ.· ο [[χαρακτήρας]] του ανθρώπου, η διάθεσή του, <i>τρόπου ἡσυχίου</i>, ήσυχης διάθεσης, σε Ηρόδ.· οὐ [[τοὐμοῦ]] τρόπον, όχι της προτίμησής μου, σε Αριστοφ.· <i>πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου</i>, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., τρόποι, συνήθειες, <i>σκληρὸς τοὺς τρόπους</i>, σε Αριστοφ.· <i>ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> στη Μουσική, [[τρόπος]] [[Λύδιος]], σε Πίνδ.· ᾠδῆς [[τρόπος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> λέγεται στη [[συγγραφή]] ή [[ομιλία]], [[τρόπος]], ύφος, σε Ισοκρ.· [[αλλά]] στη Ρητορική, τρόποι έκφρασης και ρητορικά σχήματα, σε Κικ.
}}
}}