σχολή: Difference between revisions

2,743 bytes added ,  30 December 2018
6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />το [[ίδρυμα]] όπου παραδίδονται μαθήματα, [[σχολείο]] («Κυρηναϊκή Σχολή» — φιλοσοφική [[σχολή]] που ιδρύθηκε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο, μαθητή του Σωκράτους και της οποίας οι οπαδοί πρέσβευαν τον άκρατο ηδονισμό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) ανώτερο και ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]] («Φιλοσοφική Σχολή»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών καθηγητών ή σπουδαστών πανεπιστημιακού ιδρύματος («[[αύριο]] θα συνεδριάσει η [[σχολή]] μας στο κεντρικό [[αμφιθέατρο]]»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται το [[παραπάνω]] [[ίδρυμα]] («άρχισε το [[χτίσιμο]] της σχολής»)<br /><b>4.</b> επιστημονική [[αποστολή]], [[συνήθως]] μόνιμη, σε μια [[χώρα]] που σκοπό έχει την [[εξυπηρέτηση]] αρχαιολογικών, φιλολογικών κ.ά. σκοπών («γαλλική αρχαιολογική [[σχολή]]»)<br /><b>5.</b> το [[σύστημα]] ενός φιλοσόφου, η [[κοσμοθεωρία]] του στο σύνολό της («πλατωνική [[σχολή]]»)<br /><b>6.</b> [[κίνηση]], [[ρεύμα]], [[ομάδα]] ή [[σύνολο]] επιστημόνων, φιλοσόφων, πολιτικών ή καλλιτεχνών που ακολουθούν τις ίδιες αρχές, έχουν κοινές αντιλήψεις, ενώ [[συνήθως]] αναγνωρίζουν έναν από αυτούς ως ηγέτη (α. «η [[σχολή]] του συμβολισμού» β. «[[σχολή]] του Ραφαήλ» γ. «[[σχολή]] του Μακιαβέλι» δ. «καντιανή [[σχολή]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «Μεγάλη του Γένους Σχολή» — ανώτατη [[σχολή]] που ιδρύθηκε [[μετά]] την [[άλωση]] στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο<br />β) «στρατιωτικές σχολές» — σχολές όπου γίνεται η [[εκπαίδευση]] τών νέων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατό<br />γ) «ανώτερες σχολές» — σχολές [[μεταξύ]] δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης<br />δ) «ανώτατες σχολές» — τα πανεπιστήμια, πολυτεχνεία και άλλα ισότιμα πνευματικά ιδρύματα όπου οι φοιτητές σπουδάζουν σε [[βάθος]] έναν συγκεκριμένο γνωστικό τομέα και παράλληλα μυούνται στην επιστημονική [[έρευνα]], [[δηλαδή]] στη [[συστηματική]] και μεθοδευμένη [[προσπάθεια]] για την [[παραγωγή]] έγκυρης γνώσης<br />ε) «πανεπιστημιακή [[σχολή]]» — [[σχολή]] που εντάσσεται στο [[πανεπιστήμιο]]<br />στ) «σχολές εμπορικού ναυτικού» — σχολές στις οποίες γίνεται [[εκπαίδευση]] τών νέων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στο εμπορικό [[ναυτικό]]<br />ζ) «ιερατικές σχολές» — σχολές [[μέσης]] εκπαίδευσης που αποσκοπούν στη [[μόρφωση]] του εφημεριακού κλήρου<br />η) «γεωργικές σχολές» — σχολές στις οποίες παρέχονται γνώσεις για την [[ανάπτυξη]] και τη [[βελτίωση]] της γεωργικής παραγωγής, [[καθώς]] και για τις τεχνικές επεξεργασίες τών φυτικών και ζωικών προϊόντων<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σχολαί</i><br />τα τάγματα της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής στο Βυζάντιο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οκνηρία]], [[αργοπορία]] («σχολὴ τερπνὸν κακόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργία]], [[απραξία]], [[ανάπαυση]], [[σχόλη]]<br /><b>2.</b> [[κατάπαυση]], [[γαλήνευση]] («ὡς ἂν σχολὴν λύσωμεν... πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παύση]], [[σταμάτημα]] μιας ενασχόλησης («[[σχολή]] ἐστί τινι τῶν πράξεων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[ελεύθερος]] [[χρόνος]] που διατίθεται για μια πνευματική [[ενασχόληση]]<br /><b>5.</b> το [[αντικείμενο]] στο οποίο αφιερώνει [[κανείς]] τον ελεύθερο χρόνο του και, [[κυρίως]], σπουδαία πνευματική [[εργασία]] ή [[μελέτη]]<br /><b>6.</b> το [[σύνολο]] τών μαθητών και τών οπαδών φιλοσόφου συγκεντρωμένο στο εντευκτήριό τους<br /><b>7.</b> [[σχολαστήριον]]<br /><b>8.</b> διοικητική [[περιοχή]]<br /><b>9.</b> (με τοπ. σημ.) [[κενός]] [[χώρος]]<br /><b>10.</b> ελεύθερη [[πρόσβαση]]<br /><b>11.</b> [[στέρηση]]<br /><b>12.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>σχολῇ</i><br />α) με [[άνεση]] χρόνου, [[σιγά]] [[σιγά]]<br />β) [[μόλις]] και [[μετά]] βίας ή [[καθόλου]]<br />γ) (με το [[μόριο]] γε) <i>σχολῇ γε</i><br />i) [[διόλου]] βέβαια<br />ii) (συν. στην [[απόδοση]] υποθετικής πρότασης προκειμένου να εισαγάγει ισχυρότερο [[επιχείρημα]]) πολύ λιγότερο [[τότε]] («εἴ αὗται... μὴ ἀκριβεῑς εἰσιν σχολῇ αἵ γε ἄλλαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (με [[πρόθεση]] και με επιρρμ. σημ.) ἐπὶ <i>σχολῆς</i> και <i>κατὰ σχολήν</i> και [[μετὰ]] σχολῆς</i> και <i>ὑπὸ σχολῆς</i><br />στην κατάλληλη [[ευκαιρία]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «σχολὴν ἄγω» — έχω ελεύθερο χρόνο<br />β) «σχολὴν ἄγω [[περί]] [[τίνα]]» — [[αφιερώνω]] τον χρόνο μου για κάποιον (<b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) «σχολὴν ἔχω» — έχω καιρό διαθέσιμο<br />δ) «σχολὴν ἔχει ἀμφὶ ἑαυτὸν» — έχει χρόνο διαθέσιμο για τις ατομικές του εργασίες (<b>Ξεν.</b>)<br />ε) «σχολὴν ποιοῡμαι» — [[βρίσκω]] ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθώ με [[κάτι]] (<b>Ξεν.</b>)<br />στ) «σχολὴν [[λαμβάνω]]» — [[βρίσκω]] την [[ευκαιρία]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>)<br />ζ) «σχολὴν [[τίθημι]]» — [[βραδύνω]], [[αργοπορώ]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />η) «[[σχολή]] ἐστί μοι [ή [[πάρεστι]]]»<br />i) έχω καιρό, [[ευκαιρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />ii) (με απαρμφ.) υπάρχει [[καιρός]] να... θ) «σχολὴν [[δίδωμι]] [ή [[παρέχω]]] τινί» — [[δίνω]] την [[ευκαιρία]] σε κάποιον (<b>Ξεν.</b>)<br />ι) «σχολὴ γίγνεται» — υπάρχει [[χρόνος]], [[καιρός]] (<b>Θουκ.</b>)<br />ια) «σχολὴ ἀπό τινος» — η [[παύση]] μιας ασχολίας<br />ιβ) «σχολῆς τόδ' [[ἔργον]]» — [[έργο]] που απαιτεί ιδιαίτερη [[προσοχή]] (<b>Ευρ.</b>)<br />ιγ) «Ἠθικαὶ σχολαί» — [[τίτλος]] έργου του Περσέως του Κιτιέως<br />ιδ) «ἡγεῑσθαι σχολῆς» — το να [[είναι]] [[κανείς]] [[αρχηγός]] σχολής (Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. [[ἔσχον]]) του οποίου η [[ρίζα]] <i>segh</i>- είχε σημ. «[[κρατώ]] [[στερεά]], [[σταματώ]]». Προβλήματα [[ωστόσο]] παρουσιάζουν τόσο ο [[φωνηεντισμός]] -<i>ο</i>- της λ. όσο και το [[επίθημα]] -<i>λη</i>, που πολλοί έχουν αποδώσει σε αναλογική [[επίδραση]] τών [[βολή]], [[στολή]] κ.λπ. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, της λ. με το ρ. [[ἀσχάλλω]] «[[δυσανασχετώ]], [[θρηνώ]], [[διστάζω]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Μεγάλο [[ενδιαφέρον]] παρουσιάζει [[επίσης]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λέξης και τών παραγώγων της. Από αρχική σημ. «[[αργία]], [[απραξία]], [[ανάπαυση]], [[αναβολή]], [[οκνηρία]], [[τεμπελιά]]» (<b>πρβλ.</b> [[σχολαῖος]], [[σχολαστής]], [[σχολερός]] και τα νεοελλ. [[σχόλη]], [[σχολιανός]], [[σχολιάτικος]]), η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την πνευματική [[ενασχόληση]] με την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί δημιουργική [[εκμετάλλευση]] του ελεύθερου χρόνου, από όπου, τελικά, στους ελληνιστικούς χρόνους η λ. [[σχολή]] χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[μελέτη]], [[σπουδή]] φιλοσοφική» και «[[ίδρυμα]] όπου παραδίδονται μαθήματα, [[σχολείο]]». Τη λ. με την τελευταία της σημ. δανείστηκε η Λατινική (λατ. <i>schola</i> «[[σχολείο]]») και από αυτήν οι λατινογενείς κ.ά. γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>school</i>, γαλλ. <i>ecole</i>, ιταλ. <i>scuola</i>, ισπ. <i>escuela</i>, γερμ. <i>Schule</i>, ρουμ. <i>şcoală</i>). Η [[ίδια]] σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. [[σχολή]] παρατηρείται και στα παράγωγα [[σχολάζω]], [[σχολαστικός]], [[σχολείο]] και, [[τέλος]], στη λ. [[σχόλιο]](<i>ν</i>), που χρησιμοποιήθηκε μτγν. για να δηλώσει το [[αποτέλεσμα]] της μελέτης, δηλ. τη σύντομη [[εξήγηση]], ερμηνευτική [[αποσαφήνιση]] ενός αρχαίου κειμένου, μιας λέξης ή φράσης και στη Νέα Ελληνική με επιπρόσθετη αρνητική σημ. την δυσμενή [[κρίση]] ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης ή της συμπεριφοράς ενός προσώπου, το [[κουτσομπολιό]] (<b>πρβλ.</b> [[σχολιάζω]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />το [[ίδρυμα]] όπου παραδίδονται μαθήματα, [[σχολείο]] («Κυρηναϊκή Σχολή» — φιλοσοφική [[σχολή]] που ιδρύθηκε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο, μαθητή του Σωκράτους και της οποίας οι οπαδοί πρέσβευαν τον άκρατο ηδονισμό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) ανώτερο και ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]] («Φιλοσοφική Σχολή»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών καθηγητών ή σπουδαστών πανεπιστημιακού ιδρύματος («[[αύριο]] θα συνεδριάσει η [[σχολή]] μας στο κεντρικό [[αμφιθέατρο]]»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται το [[παραπάνω]] [[ίδρυμα]] («άρχισε το [[χτίσιμο]] της σχολής»)<br /><b>4.</b> επιστημονική [[αποστολή]], [[συνήθως]] μόνιμη, σε μια [[χώρα]] που σκοπό έχει την [[εξυπηρέτηση]] αρχαιολογικών, φιλολογικών κ.ά. σκοπών («γαλλική αρχαιολογική [[σχολή]]»)<br /><b>5.</b> το [[σύστημα]] ενός φιλοσόφου, η [[κοσμοθεωρία]] του στο σύνολό της («πλατωνική [[σχολή]]»)<br /><b>6.</b> [[κίνηση]], [[ρεύμα]], [[ομάδα]] ή [[σύνολο]] επιστημόνων, φιλοσόφων, πολιτικών ή καλλιτεχνών που ακολουθούν τις ίδιες αρχές, έχουν κοινές αντιλήψεις, ενώ [[συνήθως]] αναγνωρίζουν έναν από αυτούς ως ηγέτη (α. «η [[σχολή]] του συμβολισμού» β. «[[σχολή]] του Ραφαήλ» γ. «[[σχολή]] του Μακιαβέλι» δ. «καντιανή [[σχολή]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «Μεγάλη του Γένους Σχολή» — ανώτατη [[σχολή]] που ιδρύθηκε [[μετά]] την [[άλωση]] στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο<br />β) «στρατιωτικές σχολές» — σχολές όπου γίνεται η [[εκπαίδευση]] τών νέων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατό<br />γ) «ανώτερες σχολές» — σχολές [[μεταξύ]] δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης<br />δ) «ανώτατες σχολές» — τα πανεπιστήμια, πολυτεχνεία και άλλα ισότιμα πνευματικά ιδρύματα όπου οι φοιτητές σπουδάζουν σε [[βάθος]] έναν συγκεκριμένο γνωστικό τομέα και παράλληλα μυούνται στην επιστημονική [[έρευνα]], [[δηλαδή]] στη [[συστηματική]] και μεθοδευμένη [[προσπάθεια]] για την [[παραγωγή]] έγκυρης γνώσης<br />ε) «πανεπιστημιακή [[σχολή]]» — [[σχολή]] που εντάσσεται στο [[πανεπιστήμιο]]<br />στ) «σχολές εμπορικού ναυτικού» — σχολές στις οποίες γίνεται [[εκπαίδευση]] τών νέων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στο εμπορικό [[ναυτικό]]<br />ζ) «ιερατικές σχολές» — σχολές [[μέσης]] εκπαίδευσης που αποσκοπούν στη [[μόρφωση]] του εφημεριακού κλήρου<br />η) «γεωργικές σχολές» — σχολές στις οποίες παρέχονται γνώσεις για την [[ανάπτυξη]] και τη [[βελτίωση]] της γεωργικής παραγωγής, [[καθώς]] και για τις τεχνικές επεξεργασίες τών φυτικών και ζωικών προϊόντων<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σχολαί</i><br />τα τάγματα της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής στο Βυζάντιο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οκνηρία]], [[αργοπορία]] («σχολὴ τερπνὸν κακόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργία]], [[απραξία]], [[ανάπαυση]], [[σχόλη]]<br /><b>2.</b> [[κατάπαυση]], [[γαλήνευση]] («ὡς ἂν σχολὴν λύσωμεν... πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παύση]], [[σταμάτημα]] μιας ενασχόλησης («[[σχολή]] ἐστί τινι τῶν πράξεων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[ελεύθερος]] [[χρόνος]] που διατίθεται για μια πνευματική [[ενασχόληση]]<br /><b>5.</b> το [[αντικείμενο]] στο οποίο αφιερώνει [[κανείς]] τον ελεύθερο χρόνο του και, [[κυρίως]], σπουδαία πνευματική [[εργασία]] ή [[μελέτη]]<br /><b>6.</b> το [[σύνολο]] τών μαθητών και τών οπαδών φιλοσόφου συγκεντρωμένο στο εντευκτήριό τους<br /><b>7.</b> [[σχολαστήριον]]<br /><b>8.</b> διοικητική [[περιοχή]]<br /><b>9.</b> (με τοπ. σημ.) [[κενός]] [[χώρος]]<br /><b>10.</b> ελεύθερη [[πρόσβαση]]<br /><b>11.</b> [[στέρηση]]<br /><b>12.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>σχολῇ</i><br />α) με [[άνεση]] χρόνου, [[σιγά]] [[σιγά]]<br />β) [[μόλις]] και [[μετά]] βίας ή [[καθόλου]]<br />γ) (με το [[μόριο]] γε) <i>σχολῇ γε</i><br />i) [[διόλου]] βέβαια<br />ii) (συν. στην [[απόδοση]] υποθετικής πρότασης προκειμένου να εισαγάγει ισχυρότερο [[επιχείρημα]]) πολύ λιγότερο [[τότε]] («εἴ αὗται... μὴ ἀκριβεῑς εἰσιν σχολῇ αἵ γε ἄλλαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (με [[πρόθεση]] και με επιρρμ. σημ.) ἐπὶ <i>σχολῆς</i> και <i>κατὰ σχολήν</i> και [[μετὰ]] σχολῆς</i> και <i>ὑπὸ σχολῆς</i><br />στην κατάλληλη [[ευκαιρία]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «σχολὴν ἄγω» — έχω ελεύθερο χρόνο<br />β) «σχολὴν ἄγω [[περί]] [[τίνα]]» — [[αφιερώνω]] τον χρόνο μου για κάποιον (<b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) «σχολὴν ἔχω» — έχω καιρό διαθέσιμο<br />δ) «σχολὴν ἔχει ἀμφὶ ἑαυτὸν» — έχει χρόνο διαθέσιμο για τις ατομικές του εργασίες (<b>Ξεν.</b>)<br />ε) «σχολὴν ποιοῡμαι» — [[βρίσκω]] ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθώ με [[κάτι]] (<b>Ξεν.</b>)<br />στ) «σχολὴν [[λαμβάνω]]» — [[βρίσκω]] την [[ευκαιρία]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>)<br />ζ) «σχολὴν [[τίθημι]]» — [[βραδύνω]], [[αργοπορώ]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />η) «[[σχολή]] ἐστί μοι [ή [[πάρεστι]]]»<br />i) έχω καιρό, [[ευκαιρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />ii) (με απαρμφ.) υπάρχει [[καιρός]] να... θ) «σχολὴν [[δίδωμι]] [ή [[παρέχω]]] τινί» — [[δίνω]] την [[ευκαιρία]] σε κάποιον (<b>Ξεν.</b>)<br />ι) «σχολὴ γίγνεται» — υπάρχει [[χρόνος]], [[καιρός]] (<b>Θουκ.</b>)<br />ια) «σχολὴ ἀπό τινος» — η [[παύση]] μιας ασχολίας<br />ιβ) «σχολῆς τόδ' [[ἔργον]]» — [[έργο]] που απαιτεί ιδιαίτερη [[προσοχή]] (<b>Ευρ.</b>)<br />ιγ) «Ἠθικαὶ σχολαί» — [[τίτλος]] έργου του Περσέως του Κιτιέως<br />ιδ) «ἡγεῑσθαι σχολῆς» — το να [[είναι]] [[κανείς]] [[αρχηγός]] σχολής (Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. [[ἔσχον]]) του οποίου η [[ρίζα]] <i>segh</i>- είχε σημ. «[[κρατώ]] [[στερεά]], [[σταματώ]]». Προβλήματα [[ωστόσο]] παρουσιάζουν τόσο ο [[φωνηεντισμός]] -<i>ο</i>- της λ. όσο και το [[επίθημα]] -<i>λη</i>, που πολλοί έχουν αποδώσει σε αναλογική [[επίδραση]] τών [[βολή]], [[στολή]] κ.λπ. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, της λ. με το ρ. [[ἀσχάλλω]] «[[δυσανασχετώ]], [[θρηνώ]], [[διστάζω]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Μεγάλο [[ενδιαφέρον]] παρουσιάζει [[επίσης]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λέξης και τών παραγώγων της. Από αρχική σημ. «[[αργία]], [[απραξία]], [[ανάπαυση]], [[αναβολή]], [[οκνηρία]], [[τεμπελιά]]» (<b>πρβλ.</b> [[σχολαῖος]], [[σχολαστής]], [[σχολερός]] και τα νεοελλ. [[σχόλη]], [[σχολιανός]], [[σχολιάτικος]]), η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την πνευματική [[ενασχόληση]] με την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί δημιουργική [[εκμετάλλευση]] του ελεύθερου χρόνου, από όπου, τελικά, στους ελληνιστικούς χρόνους η λ. [[σχολή]] χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[μελέτη]], [[σπουδή]] φιλοσοφική» και «[[ίδρυμα]] όπου παραδίδονται μαθήματα, [[σχολείο]]». Τη λ. με την τελευταία της σημ. δανείστηκε η Λατινική (λατ. <i>schola</i> «[[σχολείο]]») και από αυτήν οι λατινογενείς κ.ά. γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>school</i>, γαλλ. <i>ecole</i>, ιταλ. <i>scuola</i>, ισπ. <i>escuela</i>, γερμ. <i>Schule</i>, ρουμ. <i>şcoală</i>). Η [[ίδια]] σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. [[σχολή]] παρατηρείται και στα παράγωγα [[σχολάζω]], [[σχολαστικός]], [[σχολείο]] και, [[τέλος]], στη λ. [[σχόλιο]](<i>ν</i>), που χρησιμοποιήθηκε μτγν. για να δηλώσει το [[αποτέλεσμα]] της μελέτης, δηλ. τη σύντομη [[εξήγηση]], ερμηνευτική [[αποσαφήνιση]] ενός αρχαίου κειμένου, μιας λέξης ή φράσης και στη Νέα Ελληνική με επιπρόσθετη αρνητική σημ. την δυσμενή [[κρίση]] ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης ή της συμπεριφοράς ενός προσώπου, το [[κουτσομπολιό]] (<b>πρβλ.</b> [[σχολιάζω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχολή:''' ἡ, [[ελεύθερος]] [[χρόνος]], [[αργία]], [[απραξία]], [[ανάπαυση]], [[ανάπαυλα]], Λατ. [[otium]], σε Ηρόδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> <i>σχολὴν ἄγειν</i> και <i>ἔχειν</i>, αναπαύομαι, είμαι [[εύκαιρος]], είμαι σε [[απραξία]], [[αργώ]], σε Ευρ., κλπ.· <i>σχολὴν ποιεῖσθαι</i>, [[βρίσκω]] τον εύθετο χρόνο, την [[ευκαιρία]], σε Ξεν.· σχολὴν [[λαβεῖν]], σε Ευρ.· [[σχολή]] ([[ἐστί]]) <i>μοι</i>, έχω τον καιρό, την [[ευκαιρία]] να πράξω [[κάτι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· με πρόθ., <i>ἐπὶ σχολῆς</i>, σε εύθετο χρόνο, στην κατάλληλη [[ευκαιρία]], σε Ευρ.· <i>κατὰ σχολήν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ησυχία]], [[ανάπαυλα]], [[ανάπαυση]] από [[κάτι]]· <i>σχολῇ κακοῦ</i>, σε Σοφ.· ομοίως, σχολὴ ἀπό τινος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αδράνεια]], [[αργία]], [[απραξία]], [[οκνηρία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτό στο οποίο αφιερώνει [[κάποιος]] τον ελεύθερο χρόνο του, [[ιδίως]] [[εμβριθής]] [[μελέτη]], [[διάλεξη]], [[διδασκαλία]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] οπου παραδίδονταν τα μαθήματα, [[σχολή]], σχολείο, [[διδασκαλείο]], [[σπουδαστήριο]], σε Αριστ. κ.λπ. <b>Β.</b> δοτ. <i>σχολῇ</i> ως επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αργά]], [[αγάλι]]-[[αγάλι]], με [[άνεση]], με [[ηρεμία]], όπως το [[σχολαίως]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]], [[μόλις]] και [[μετά]] βίας, δύσκολα, [[καθόλου]], σε καμία [[περίπτωση]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>σχολῇ γε</i>, στον ίδ.· [[συχνά]] τίθεται ως [[απόδοση]] υποθετικού λόγου για να συνοδεύσει [[επιχείρημα]] με ισχυρότερη [[σημασία]]· <i>εἰ αὗται μὴ ἀκριβεῖς εἰσι</i>, <i>σχολῇ αἱ ἄλλαι</i>, εάν αυτές δεν είναι ακριβείς, [[πολύ]] περισσότερο δεν μπορούν (να είναι ακριβείς) οι υπόλοιπες, σε Πλάτ.
}}
}}