Anonymous

σχολή: Difference between revisions

From LSJ
1,999 bytes added ,  31 December 2018
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχολή:''' ἡ, [[ελεύθερος]] [[χρόνος]], [[αργία]], [[απραξία]], [[ανάπαυση]], [[ανάπαυλα]], Λατ. [[otium]], σε Ηρόδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> <i>σχολὴν ἄγειν</i> και <i>ἔχειν</i>, αναπαύομαι, είμαι [[εύκαιρος]], είμαι σε [[απραξία]], [[αργώ]], σε Ευρ., κλπ.· <i>σχολὴν ποιεῖσθαι</i>, [[βρίσκω]] τον εύθετο χρόνο, την [[ευκαιρία]], σε Ξεν.· σχολὴν [[λαβεῖν]], σε Ευρ.· [[σχολή]] ([[ἐστί]]) <i>μοι</i>, έχω τον καιρό, την [[ευκαιρία]] να πράξω [[κάτι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· με πρόθ., <i>ἐπὶ σχολῆς</i>, σε εύθετο χρόνο, στην κατάλληλη [[ευκαιρία]], σε Ευρ.· <i>κατὰ σχολήν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ησυχία]], [[ανάπαυλα]], [[ανάπαυση]] από [[κάτι]]· <i>σχολῇ κακοῦ</i>, σε Σοφ.· ομοίως, σχολὴ ἀπό τινος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αδράνεια]], [[αργία]], [[απραξία]], [[οκνηρία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτό στο οποίο αφιερώνει [[κάποιος]] τον ελεύθερο χρόνο του, [[ιδίως]] [[εμβριθής]] [[μελέτη]], [[διάλεξη]], [[διδασκαλία]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] οπου παραδίδονταν τα μαθήματα, [[σχολή]], σχολείο, [[διδασκαλείο]], [[σπουδαστήριο]], σε Αριστ. κ.λπ. <b>Β.</b> δοτ. <i>σχολῇ</i> ως επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αργά]], [[αγάλι]]-[[αγάλι]], με [[άνεση]], με [[ηρεμία]], όπως το [[σχολαίως]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]], [[μόλις]] και [[μετά]] βίας, δύσκολα, [[καθόλου]], σε καμία [[περίπτωση]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>σχολῇ γε</i>, στον ίδ.· [[συχνά]] τίθεται ως [[απόδοση]] υποθετικού λόγου για να συνοδεύσει [[επιχείρημα]] με ισχυρότερη [[σημασία]]· <i>εἰ αὗται μὴ ἀκριβεῖς εἰσι</i>, <i>σχολῇ αἱ ἄλλαι</i>, εάν αυτές δεν είναι ακριβείς, [[πολύ]] περισσότερο δεν μπορούν (να είναι ακριβείς) οι υπόλοιπες, σε Πλάτ.
|lsmtext='''σχολή:''' ἡ, [[ελεύθερος]] [[χρόνος]], [[αργία]], [[απραξία]], [[ανάπαυση]], [[ανάπαυλα]], Λατ. [[otium]], σε Ηρόδ. κ.λπ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> <i>σχολὴν ἄγειν</i> και <i>ἔχειν</i>, αναπαύομαι, είμαι [[εύκαιρος]], είμαι σε [[απραξία]], [[αργώ]], σε Ευρ., κλπ.· <i>σχολὴν ποιεῖσθαι</i>, [[βρίσκω]] τον εύθετο χρόνο, την [[ευκαιρία]], σε Ξεν.· σχολὴν [[λαβεῖν]], σε Ευρ.· [[σχολή]] ([[ἐστί]]) <i>μοι</i>, έχω τον καιρό, την [[ευκαιρία]] να πράξω [[κάτι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· με πρόθ., <i>ἐπὶ σχολῆς</i>, σε εύθετο χρόνο, στην κατάλληλη [[ευκαιρία]], σε Ευρ.· <i>κατὰ σχολήν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ησυχία]], [[ανάπαυλα]], [[ανάπαυση]] από [[κάτι]]· <i>σχολῇ κακοῦ</i>, σε Σοφ.· ομοίως, σχολὴ ἀπό τινος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αδράνεια]], [[αργία]], [[απραξία]], [[οκνηρία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτό στο οποίο αφιερώνει [[κάποιος]] τον ελεύθερο χρόνο του, [[ιδίως]] [[εμβριθής]] [[μελέτη]], [[διάλεξη]], [[διδασκαλία]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] οπου παραδίδονταν τα μαθήματα, [[σχολή]], σχολείο, [[διδασκαλείο]], [[σπουδαστήριο]], σε Αριστ. κ.λπ. <b>Β.</b> δοτ. <i>σχολῇ</i> ως επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αργά]], [[αγάλι]]-[[αγάλι]], με [[άνεση]], με [[ηρεμία]], όπως το [[σχολαίως]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]], [[μόλις]] και [[μετά]] βίας, δύσκολα, [[καθόλου]], σε καμία [[περίπτωση]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>σχολῇ γε</i>, στον ίδ.· [[συχνά]] τίθεται ως [[απόδοση]] υποθετικού λόγου για να συνοδεύσει [[επιχείρημα]] με ισχυρότερη [[σημασία]]· <i>εἰ αὗται μὴ ἀκριβεῖς εἰσι</i>, <i>σχολῇ αἱ ἄλλαι</i>, εάν αυτές δεν είναι ακριβείς, [[πολύ]] περισσότερο δεν μπορούν (να είναι ακριβείς) οι υπόλοιπες, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=σχολή -ῆς, ἡ vrije tijd, rust:. μὴ σχολὴν τίθει doe niet rustig aan (d.w.z. haast je) Aeschl. Ag. 1059; σχολὴν ἄγειν het rustig aan doen Eur. Med. 1238; οὐ γὰρ ἄφθονον σχολὴν ἔχω ik heb geen zee van tijd Eur. Andr. 732; ἄγειν σχολὴν ἐπὶ τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει tijd hebben om u te vermanen Plat. Ap. 36d; σχολὴν ποιεῖσθαι tijd vrijmaken Xen. Mem. 2.6.4; σχολὴν διδόναι gelegenheid geven Xen. Cyr. 4.2.22; τέλος γὰρ... εἰρήνη μὲν πολέμου, σχολὴ δ ’ ἀσχολίας vrede is het doel van oorlog, vrije tijd het doel van druk bezig zijn Aristot. Pol. 1334a15; ἐπὶ σχολῆς op z’n gemak Plat. Tht. 172d = κατὰ σχολήν Aristoph. Eccl. 48 = μετὰ σχολῆς Plat. Criti. 110a. rust, pauze:. σχολὴν ἄγω ἀπὸ τούτων ik ben ervan af Xen. Cyr. 8.3.47; δεῖ... τὴν τῶν ἀναγκαίων ὑπάρχειν σχολήν (de staat) moet vrij zijn van de zorg voor de dagelijkse behoeften Aristot. Pol. 1269a35. wetenschappelijk onderzoek, wetenschappelijke discussie:; ἑτέρας γάρ ἐστιν ἔργον σχολῆς ταῦτα want dat is een taak van een ander soort onderzoek Aristot. Pol. 1323b39; studieverblijf. Plut. Alex. 7.4. adv. σχολῇ op z’n gemak:. σχολῇ περὶ τῶν εἰσαγγελλομένων σκοποῦνται op hun gemak bekijken ze de binnenkomende voorstellen And. 2.19. met moeite, nauwelijks:. σχολῇ σ ’ ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην ik zou je zeker niet naar mijn paleis ontboden hebben Soph. OT 434. nog veel minder:. εἰ αὗται... μὴ ἀκριβεῖς εἰσιν... σχολῇ αἴ γε ἄλλαι als die (waarnemingen) al niet accuraat zijn, dan zijn de andere dat in elk geval nog veel minder Plat. Phaed. 65b.
}}
}}