3,274,313
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δικεῑν (Α)<br />Ι. (απαρέμφ. αορ.)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]]<br /><b>2.</b> [[βάλλω]], [[χτυπώ]]<br />II. (μτχ. αορ.) [[δικών]], -οῡσα, -όν<br />αυτός που έρριξε, που χτύπησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. <i>έδικον</i>, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη [[σύνδεση]] με το [[δείκνυμι]], αν ληφθεί υπ' όψιν η [[έννοια]] της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο [[ρήμα]]]. | |mltxt=δικεῑν (Α)<br />Ι. (απαρέμφ. αορ.)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]]<br /><b>2.</b> [[βάλλω]], [[χτυπώ]]<br />II. (μτχ. αορ.) [[δικών]], -οῡσα, -όν<br />αυτός που έρριξε, που χτύπησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. <i>έδικον</i>, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη [[σύνδεση]] με το [[δείκνυμι]], αν ληφθεί υπ' όψιν η [[έννοια]] της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο [[ρήμα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐκεῖν:''' απαρ. του <i>ἔδῐκον</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], [[βάλλω]], σε Πίνδ., Ευρ. | |||
}} | }} |