εὐγενής: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐγενής]], -ές, Α [[εὐηγενής]], -ὲς και ἠϋγενής, -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική [[γενιά]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή [[ράτσα]] («εὐγενὴς [[λέων]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.)<br /><b>4.</b> φρ. «ευγενή μέταλλα» τα πολύτιμα μέταλλα: [[χρυσός]], [[πλατίνα]] και [[άργυρος]]<br /><b>5.</b> (για εξωτερική [[μορφή]]) [[αρχοντικός]], [[έξοχος]] («εὐγενὲς [[πρόσωπον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ευγενή [[αέρια]]» — το αργόν, το ήλιον κ.ά. [[αέρια]] τα οποία παρουσιάζουν χημική [[αδράνεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[λεπτός]] στους τρόπους ή στη [[συμπεριφορά]], ο [[ευγενικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γενναίος]]<br /><b>2.</b> όμορφος, [[κομψός]]<br /><b>3.</b> (ως τιμητική [[προσφώνηση]]) <b>φρ.</b> «κυρὰ χαρίτων, εὐγενὴς [[βασίλισσα]] Ροδάμνη»<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὐγενής]]<br />α) ο εκ γενετής [[ελεύθερος]]<br />β) ο [[άρχοντας]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐγενές</i><br />η [[γενναιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[υψηλόφρων]], ο [[γενναιόφρων]] («εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για σύζυγο) [[γόνιμος]] («[[ὥσπερ]] εὐγενῆ χώραν ἐκτεκνώσασθαι παρασχεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[μεγαλοπρεπής]] («τὸ εὐγενὲς τῆς λέξεως», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>γενής</i>, <i>συγ</i>-<i>γενής</i>. Η αρχ. [[σημασία]] της λ. ήταν «αυτός που κατάγεται από καλή [[γενιά]]» και, συνεκδοχικά, ο «[[γενναιόφρων]]». Η [[σημασία]] «[[γενναίος]]» διατηρήθηκε και στη μεσαιωνική Ελληνική, αργότερα όμως μετέπεσε στη [[σημασία]] «όμορφος» και, στη [[συνέχεια]], περιορίστηκε στο να δηλώνει «την καλή [[συμπεριφορά]], τους καλούς τρόπους». Με τη [[σημασία]] αυτή χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική και το επίθ. [[ευγενικός]]. Στο [[ζεύγος]] [[ευγενής]]-[[ευγενικός]] ο [[λόγιος]] τ. [[ευγενής]] αναφέρεται και στην καλή [[καταγωγή]], ενώ ο [[νεώτερος]] τ. [[ευγενικός]] δηλώνει μόνο αυτόν που συμπεριφέρεται με καλό τρόπο. Παράλληλη με τη λ. [[ευγενής]] σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρουσιάζει και το αντίθετό της [[αγενής]], που ξεκινώντας από τη [[σημασία]] «αυτός που κατάγεται από ταπεινή [[οικογένεια]]» κατέληξε στη [[σημασία]] «αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους»].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐγενής]], -ές, Α [[εὐηγενής]], -ὲς και ἠϋγενής, -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική [[γενιά]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή [[ράτσα]] («εὐγενὴς [[λέων]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.)<br /><b>4.</b> φρ. «ευγενή μέταλλα» τα πολύτιμα μέταλλα: [[χρυσός]], [[πλατίνα]] και [[άργυρος]]<br /><b>5.</b> (για εξωτερική [[μορφή]]) [[αρχοντικός]], [[έξοχος]] («εὐγενὲς [[πρόσωπον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ευγενή [[αέρια]]» — το αργόν, το ήλιον κ.ά. [[αέρια]] τα οποία παρουσιάζουν χημική [[αδράνεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[λεπτός]] στους τρόπους ή στη [[συμπεριφορά]], ο [[ευγενικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γενναίος]]<br /><b>2.</b> όμορφος, [[κομψός]]<br /><b>3.</b> (ως τιμητική [[προσφώνηση]]) <b>φρ.</b> «κυρὰ χαρίτων, εὐγενὴς [[βασίλισσα]] Ροδάμνη»<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὐγενής]]<br />α) ο εκ γενετής [[ελεύθερος]]<br />β) ο [[άρχοντας]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐγενές</i><br />η [[γενναιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[υψηλόφρων]], ο [[γενναιόφρων]] («εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για σύζυγο) [[γόνιμος]] («[[ὥσπερ]] εὐγενῆ χώραν ἐκτεκνώσασθαι παρασχεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[μεγαλοπρεπής]] («τὸ εὐγενὲς τῆς λέξεως», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>γενής</i>, <i>συγ</i>-<i>γενής</i>. Η αρχ. [[σημασία]] της λ. ήταν «αυτός που κατάγεται από καλή [[γενιά]]» και, συνεκδοχικά, ο «[[γενναιόφρων]]». Η [[σημασία]] «[[γενναίος]]» διατηρήθηκε και στη μεσαιωνική Ελληνική, αργότερα όμως μετέπεσε στη [[σημασία]] «όμορφος» και, στη [[συνέχεια]], περιορίστηκε στο να δηλώνει «την καλή [[συμπεριφορά]], τους καλούς τρόπους». Με τη [[σημασία]] αυτή χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική και το επίθ. [[ευγενικός]]. Στο [[ζεύγος]] [[ευγενής]]-[[ευγενικός]] ο [[λόγιος]] τ. [[ευγενής]] αναφέρεται και στην καλή [[καταγωγή]], ενώ ο [[νεώτερος]] τ. [[ευγενικός]] δηλώνει μόνο αυτόν που συμπεριφέρεται με καλό τρόπο. Παράλληλη με τη λ. [[ευγενής]] σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρουσιάζει και το αντίθετό της [[αγενής]], που ξεκινώντας από τη [[σημασία]] «αυτός που κατάγεται από ταπεινή [[οικογένεια]]» κατέληξε στη [[σημασία]] «αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐγενής:''' -ές ([[γένος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προέρχεται από [[καλή]] [[οικογένεια]], έχει [[καλή]] [[καταγωγή]], ευγενική [[γενιά]], Λατ. [[generosus]], σε Τραγ.· <i>εὐγενές</i> (<i>ἐστι</i>), είναι [[σημάδι]] ευγενείας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υψηλόφρων]], [[γενναιόψυχος]], [[μεγαλόψυχος]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα καλής ράτσας, καθαρόαιμο, ευγενές, γενναίο, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για [[χώρα]], εύφορη, γόνιμη, σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για εξωτερική [[μορφή]], [[έξοχος]], [[ευγενικός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, μεγαλόψυχα, [[γενναία]], στον ίδ.
}}
}}