πικρότης: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />amertume, goût amer ; <i>fig.</i> dureté, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />amertume, goût amer ; <i>fig.</i> dureté, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πικρότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> πικροτητα στη [[γεύση]], λέγεται για την [[αίσθηση]] της γεύσης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[δριμύτητα]], [[σκληρότητα]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}