Anonymous

πικρότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικρότης''': -ητος, ἡ, [[δριμύτης]], [[πικρία]], πικράδα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Θεαίτ. 159Ε, Τίμ. 83Β ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 82Ε. ΙΙ. μεταφορ., [[πικρία]], [[τραχύτης]], [[σκληρότης]], ἡ τοῦ βασιλέος π. Ἡρόδ. 1. 130· γλώσσῃ π. ἔνεστί τις Εὐρ. Ἠλ. 1014· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 321.
|lstext='''πικρότης''': -ητος, ἡ, [[δριμύτης]], [[πικρία]], πικράδα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Θεαίτ. 159Ε, Τίμ. 83Β ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 82Ε. ΙΙ. μεταφορ., [[πικρία]], [[τραχύτης]], [[σκληρότης]], ἡ τοῦ βασιλέος π. Ἡρόδ. 1. 130· γλώσσῃ π. ἔνεστί τις Εὐρ. Ἠλ. 1014· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 321.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />amertume, goût amer ; <i>fig.</i> dureté, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]].
}}
}}