3,273,169
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πικρότης''': -ητος, ἡ, [[δριμύτης]], [[πικρία]], πικράδα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Θεαίτ. 159Ε, Τίμ. 83Β ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 82Ε. ΙΙ. μεταφορ., [[πικρία]], [[τραχύτης]], [[σκληρότης]], ἡ τοῦ βασιλέος π. Ἡρόδ. 1. 130· γλώσσῃ π. ἔνεστί τις Εὐρ. Ἠλ. 1014· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 321. | |lstext='''πικρότης''': -ητος, ἡ, [[δριμύτης]], [[πικρία]], πικράδα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Θεαίτ. 159Ε, Τίμ. 83Β ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 82Ε. ΙΙ. μεταφορ., [[πικρία]], [[τραχύτης]], [[σκληρότης]], ἡ τοῦ βασιλέος π. Ἡρόδ. 1. 130· γλώσσῃ π. ἔνεστί τις Εὐρ. Ἠλ. 1014· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 321. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />amertume, goût amer ; <i>fig.</i> dureté, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]]. | |||
}} | }} |