ὑπερμενέων: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> εξαιρετικά [[ισχυρός]], [[κραταιός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὑπερμενέοντες</i><br />αλαζονικοί, υπεροπτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[ὑπερμενής]] σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -<i>έων</i> τών μτχ. (<b>πρβλ.</b> <i>δυσμεν</i>-<i>έων</i>: [[δυσμενής]], <i>ὑπερηνορ</i>-<i>έων</i>: [[ὑπερήνωρ]])].
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> εξαιρετικά [[ισχυρός]], [[κραταιός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὑπερμενέοντες</i><br />αλαζονικοί, υπεροπτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[ὑπερμενής]] σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -<i>έων</i> τών μτχ. (<b>πρβλ.</b> <i>δυσμεν</i>-<i>έων</i>: [[δυσμενής]], <i>ὑπερηνορ</i>-<i>έων</i>: [[ὑπερήνωρ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερμενέων:''' -οντος, ὁ, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], υπερβολικά [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}