Anonymous

ὑπερμενέων: Difference between revisions

From LSJ
43
(Autenrieth)
(43)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=οντος ([[μένος]]): [[part]]. as adj., [[haughty]], Od. 19.62†.
|auten=οντος ([[μένος]]): [[part]]. as adj., [[haughty]], Od. 19.62†.
}}
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> εξαιρετικά [[ισχυρός]], [[κραταιός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὑπερμενέοντες</i><br />αλαζονικοί, υπεροπτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[ὑπερμενής]] σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -<i>έων</i> τών μτχ. (<b>πρβλ.</b> <i>δυσμεν</i>-<i>έων</i>: [[δυσμενής]], <i>ὑπερηνορ</i>-<i>έων</i>: [[ὑπερήνωρ]])].
}}
}}